Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2024

Γεωργαράκης Ν. Γ. (1986). Οικολογία και οικολογισμός στη Γαλλία: πολιτισμική έκφραση μιας ιδεολογίας [ΜΕΡΟΣ Α')


Γεωργαράκης Ν. Γ. (1986). Οικολογία και οικολογισμός στη Γαλλία: πολιτισμική έκφραση μιας ιδεολογίας. The Greek Review of Social Research, 61 , 30–53. | ΠΗΓΗ: ΕΔΩ

Ν.Γ. Γεωργαράκης
ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΑ:
ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ ΜΙΑΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Θα ήταν κοινός τόπος η παρατήρηση πως σε κάθε συζήτηση ενυπάρχει η πρόθεση να διατυπωθεί κάποιος λόγος με συμπερασματικό χαρακτήρα. Εάν, ειδικότερα, ο αναγκαστικά πυκνός λόγος ενός άρθρου εμπεριέχει την πρόθεση ναδιατυπώσει συμπερασματικά κάποιες προτάσεις με στόχο να δοθεί απάντηση σε μια σειρά συζητήσεων, η αναφορά στο οικολογικό κίνημα δεν επιτρέπει σ’ αυτό το άρθρο να ανταποκριθεί στην παραπάνω προσδοκία. Και αυτό, γιατί η αυστηρή οριοθέτηση που θα οδηγούσε σ’ έναν γενικότερα αποδεκτό καθορισμό του κινήματος διαφαίνεται αρκετά επισφαλής.
Στην προσπάθεια να συλληφθεί επιστημονικά ο αβέβαιος από ιδεολογική και πολιτική άποψη χαρακτήρας του κινήματος, κινδυνεύει η σκέψη να οδηγη θεί στην αναπόδραστη αντίφαση, να κατασκευάσει εγκεφαλικά ένα περιοριστι κά δομημένο σημαίνον, αδύναμο τελικά να αποδώσει την πολυπλοκότητα του «ατίθασου» σημαινόμενου. Σημαινόμενου του οποίου οι πολύμορφες κοινωνικο-πολιτικές εσωτερικές διαφοροποιήσεις αντανακλώνται στο ιδεολογικό και πολιτικό πεδίο διαμορφώνοντας έναν πολυσύνθετο αλλά ουσιαστικά κατακερματισμένο και ασπόνδυλο σχηματισμό.

Εισαγωγικά θα πρέπει να σημειωθούν δύο μεθοδολογικές παρατηρήσεις, που άλλωστε καθορίζουν και το περιεχόμενο του άρθρου αυτού. Έχοντας ως αντικειμενικά δεδομένες τις νέες οικολογικές πραγματικότη τες, όπως αυτές εμφανίζονται με αυξημένη βαρύτητα στα πλαίσια των σύγχρο νων ανεπτυγμένων βιομηχανικών κοινωνιών, επιδιώκουμε να αναλύσουμε εδώ τα στοιχεία εκείνα που αποδεικνύουν την κοινωνική και πολιτική διάσταση αυ
τών των πραγματικοτήτων. Καταβάλλεται, δηλαδή, η προσπάθεια να δειχθούν τα θεμελιώδη στοιχεία πού ανέδειξαν το οικολογικό σε νέο κοινωνικό κίνημα, εμπνευσμένο από τα κινήματα αμφισβήτησης της δεκαετίας του 1960 και σε εκφραστή των ανησυχιών της οικολογικής προβληματικής, μέσα από τις νέες μορφές κοινωνικών συγκρούσεων. 

Με άλλα λόγια, προσπαθούμε να προσεγγίσουμε κριτικά αυτό το νεφέλωμα διαφοροποιημένων μεταξύ τους ευαισθησιών, το μωσαϊκό αντιλήψεων και θέσεων ενσωματωμένων σε ένα μόρφωμα που σταδιακά παίρνει το χαρακτήρα κοινωνικού και πολιτικού κινήματος. Η ιδιαίτερη αναφορά στην εμπειρία της Γαλλίας δεν επιτρέπει εδώ —από μεθοδολογική τουλάχιστον άποψη— να αναλύσουμε τον κοινωνικό, πολιτικό και ιδεολογικό χαρακτήρα του οικολογισμού στις ανεπτυγμένες βιομηχανικές κοινωνίες. Και τούτο γιατί δεν μπορούμε προσφεύγοντας σε αδόκιμες γενικεύσεις, να παραβλέψουμε τις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στα οικολογικά κινήματα των επιμέρους δυτικών κοινωνιών (1).
[1-Δεν σημαίνει πως παραβλέπουμε την ύπαρξη οικονομικών και κοινωνικοπολιτικών παραγόντων που προσδιορίζουν το χαρακτήρα τους πέρα από εθνικά σύνορα. Είναι άλλωστε μερικά από τα κοινά στοιχεία τους που θα θέλαμε αφαιρετικά να σημειώσουμε στις σελίδες που ακολουθούν.]

Ακόμη θα πρέπει να σημειωθεί ότι στο άρθρο αυτό, το οικολογικό κίνημα στη Γαλλία δεν αναλύεται ως στοιχείο του πολιτικού πεδίου, του οποίου τους ιδιαίτερους περιοριστικούς καθορισμούς δεν φαίνεται ικανό, όπως έδειξαν οι πρόσφατες εκλογές, να ξεπεράσει. Αντίθετα καταβάλλεται η προσπάθεια να δειχθεί η κοινωνική δυναμική του κινήματος και η εσωτερική ιδεολογική πολυ μορφία του. Η προσέγγιση δηλαδή στρέφεται περισσότερο στην ανάλυση των
εσωτερικών δομών και των κοινωνικοπολιτικών αναφορών του · χωρίς να εξετάζεται η ένταξη και η δυνατότητα ανάπτυξής του στο πεδίο του πολιτικού συστήματος. Μια δεύτερη παρατήρηση. Το γεγονός ότι το οικολογικό κίνημα αποτελεί, όπως σημειώνει ο Μ. Castells, μια δομούμενη κοινωνική διαδικασία, της οποίας η λογική πηγάζει από την προοδευτική ανάπτυξη νέων κοινωνικών αντιθέσεων στις σύγχρονες βιομηχανικές κοινωνίες, υποχρεώνει να εισαγάγουμε στο σύστημα σκέψης μας νέους ερμηνευτικούς μηχανισμούς. Χωρίς να υπονοείται η συνολική ανατροπή του, προτείνεται μάλλον ο εμπλουτισμός της κοινωνιολογικής σκέψης με νέα στοιχεία που επιτρέπουν την ανάλυση των σύγχρονων κοινωνικών και πολιτικών διαδικασιών και απαντούν στα κρίσιμα ερωτήματα των σύγχρονων κοινωνικοπολιτικών συγκρούσεων.

Τα παραπάνω προσδιορίζουν τη γενική δομή της προβληματικής αυτού του άρθρου, της οποίας οι λεπτομέρειες θα εκτεθούν κατά τη διάρκεια της ανά πτυξής του.Κυρίως θα σταθούμε σε τρία σημεία: Θα ορίσουμε, πρώτα, το κίνημα κοινωνικά και πολιτικά, και μέσα από την ανάλυση των σχέσεων που αναπτύσσει με τα άλλα κινήματα και ομάδες κοινωνικής αμφισβήτησης θα προσδιορίσουμε την ιδιαιτερότητά του. 

Σε ένα δεύτερο μέρος θα προχωρήσουμε στη διατύπωση ενός θεωρητικού πλαισίου για τον καθορισμό της κοινωνικοπολιτικής ταυτότητας των οικολόγων. 

Τέλος, θα επιδιώξουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα εάν και με ποιες ιδιαιτερότητες μπορεί η οικολογία να είναι και ιδεολογία, εμμένοντας κυρίωςστο πολιτισμικό στοιχείο που εισάγει στον ιδεολογικό λόγο ο οικολογισμός.

 I. ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ

1. Πεδίο συστατικής σύγκλισης και συμπύκνωσης  
Η ιδιαιτερότητα του οικολογικού κινήματος συνίσταται στο γεγονός ότι ενσωματώνει στην περιοχή των ιδεολογικών του προσανατολισμών και στο πε δίο της πολιτικής πρακτικής πολλαπλά κοινωνικά ρεύματα και κινήματα με ταξύ τους διαφοροποιημένα και διακρινόμενα.
Κινήματα προστασίας της φύσης, μεμονωμένα άτομα με ιδιαίτερο ενδια φέρον ή αυξημένη συνείδηση για την οξυμένη επιδείνωση των περιβαλλον  τολογιών προβλημάτων, ή ακόμα άμεσα ενδιαφερόμενοι για την υποβάθμιση της ποιότητας της ζωής τους, (2) παράλληλα με τα ποικίλα κινήματα πολιτι σμικής αμφισβήτησης, το φεμινιστικό κίνημα, τα πολλαπλά κινήματα κοινο τικής πρακτικής και τέλος τις διάφορες ομάδες αναρχικών ή «ανένταχτων» συνθέτουν το ευρύτερο πλαίσιο όπου αναπτύσσεται η οικολογική προβλημα τική. Συχνά, στο βαθμό που ο διαφοροποιημένος χαρακτήρας και οι διακρινόμενοι στόχοι τους δεν αντιστρατεύονται τη συσπείρωση γύρω από κοινές αναζητήσεις, επικεντρώνουν τόν προβληματισμό τους σ’ έναν κοινό άξονα, επιδιώκοντας να διατυπώσουν κάτι περισσότερο από μια απλή εναλλακτική πρόταση. Με πολύμορφους αναμφισβήτητα τρόπους, αντιπαραθέτουν έναν άλλο «τρόπο ζωής», ένα ποιοτικά διακρινόμενο πλαίσιο συμβίωσης σ’ αυτό που προβάλλει ο συγκεκριμένος χαρακτήρας ανάπτυξης των σύγχρονων βιομηχανικών κοινωνιών. Και κάτι ακόμη περισσότερο· αντιπροτείνουν μιαν άλλη πορεία ποιοτικής αναβάθμισης των συνθηκών ζωής με στόχο να ξεπεραστούν οι αντιφάσεις της ανάπτυξης που στηρίζεται σε καθαρά ποσοτικά- καταναλωτικά κριτήρια.
[2 -Κείμενο συμφωνίας των «Φίλων της Γης». Αναφέρεται στο B. Lalonde, D. Simonet, Quand vous voudrez, Παρίσι, Pauvert, 1978, σελ. 224.]

Σε μια γλαφυρή διατύπωση, η C. Deconan εξέφρασε το ποιητικό όραμα που μας καλεί η οικολογία να αναπολήσουμε· «η επανανακάλυψη της λεηλα τημένης γης του απογυμνωμένου, αποικιοποιημένου σώματος», έγραφε, πα ραμένει ο κυρίαρχος στόχος της εναγώνιας αναζήτησής της.(3) Προς αυτή την κατεύθυνση το οικολογικό κίνημα αναζητά δυναμικά να συμπυκνώσει ευαι  σθησίες και πολυποίκιλους προβληματισμούς με στόχο να ενεργοποιήσει στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο περιθωριοποιημένες, από τον παραδοσιακό πολιτικό λόγο και πρακτική, κοινωνικές δυνάμεις. Μια σειρά από οικονομικοκοινωνικές παραμέτρους λειτούργησαν καταλυτικά, δημιουργώντας τις αναγκαίες, αλλά όχι πάντα ικανές συνθήκες ανάπτυξης των διάχυτων ευαι σθησιών σε κοινωνικό κίνημα. Είναι αυτές που συνέβαλαν στην απεμπλοκή της οικολογίας από τον περιορισμένο καθαρά επιστημονικό προσανατολισμό ή από το στενά ηθικολογικό περιεχόμενό της για να προσδώσουν τον κυ ρίαρχο κοινωνικό της χαρακτήρα. 

Η διαδικασία κεφαλαιοκρατικής συσσώ ρευσης που οδηγεί στην έντονη εκβιομηχάνιση, η άμετρη εξάπλωση των μεγαλουπόλεων συνοδευμένη από την αλόγιστη, απρογραμμάτιστη διαδικασία αποδυνάμωσης των αγροτικών περιοχών, συνθέτουν το πλαίσιο της ανορθολογικής και βασικά αντι-οικολογικής αναπτυξιακής πορείας. Οι κοινωνικές αναταραχές που συνοδέυσαν τις απρόβλεπτες και σχεδόν πάντα ανεξέλεγ κτες κοινωνικές και πολιτικές ανακατατάξεις δημιούργησαν τις συνθήκες για την παρέμβαση της οικολογίας στον κοινωνικό χώρο. Από τη στιγμή εκείνη, το περιβαλλοντολογικό πρόβλημα έρχεται να διαδραματίσει το ρόλο του «μεσολαβητή», (4) αναδεικνύοντας στο χώρο των κοινωνικών διεργασιών νέες, με σύνθετο και ασταθή χαρακτήρα, κοινωνικές δυνάμεις. Το περιβάλλον με  τεξελίσσεται σε συμβολικό χώρο συνάντησης νέων κινημάτων κοινωνικής αμφισβήτησης. Τείνει μάλιστα να αναδειχθεί σε πεδίο όπου συγκλίνουν πα ραδοσιακές αλλά αρκετά επίκαιρες μορφές έκφρασης με ένα αμάλγαμα —ακόμα αρκετά αδιαμόρφωτο— μηνυμάτων του μέλλοντος.

Η οικολογική προβληματική, δηλαδή, ξεπερνά την απλή επιλογή ανάμε σα στη σταθερά οικονομική ανάλυση και τον παραδοσιακό πολιτικό λόγο. 
Ανάγεται σε προνομιούχο σταυροδρόμι όπου ξαναβρίσκουν τη δυναμική έκ φρασή τους ιδέες και κοινές επιδιώξεις διατυπωμένες από τα πολύμορφα κι νήματα κοινωνικής αμφισβήτησης. (5)  Στο κοινωνικό πεδίο κατορθώνει τελικά να μετουσιωθεί, θα λέγαμε, σε χώρο υπερτοποθέτησης νέων μορφών κοινωνι  κής πάλης.
 [3 -  C. Decouan, La dimension écologique de V Europe, Παρίσι, Entente, σ. 76.
 [4 - J.-P. Bras, Les forces politiques et les problèmes de V environment en France, Mémoire, 
DES (Paris II), Παρίσι 1975, σελ. 22.
 [5 - Συζήτηση του Ribes με τον S. Moscovici, στο J.-P. Ribes, Pourquoi les écologistes fon
 dis de la politique?, Παρίσι, Seuil, 1978, σελ. 129.]

Το ερώτημα είναι μέσα από ποιες διαδικασίες, κάτω από ποιους όρους και σε ποιο τελικά βαθμό το οικολογικό κίνημα διαδραματίζει αυτό το ρόλο;
 
Ήδη σημειώσαμε ότι το περιβάλλον, στην πιο πλατιά έννοια του όρου, ανάγεται σε στοιχείο αναφοράς όπου συγκλίνουν πολύμορφες ευαισθησίες. Στο βαθμό που ο οικολογικός λόγος αρθρώνει τις επιμέρους αναζητήσεις, λειτουργώντας συμπυκνωτικά, κατορθώνει δυναμικά να εκφράσει εκείνες τις κοινωνικές δυνάμεις που επιθυμούν να διεξαγάγουν την πιο ζωντανή σύγχρονη μορφή πάλης για τον άνθρωπο.(6) 

Με την προϋπόθεση ότι εξασφαλίζει μέσα από ένα πλέγμα χαλαρών δομών την ελεύθερη έκφραση και διακίνηση πολλές φορές συγκρουόμενων ιδεών και ευαισθησιών. Χωρίς, μάλιστα, η συνεκτική λειτουργία να παρεμποδίζει — αντίθετα να επιζητά και να προϋποθέτει την αυτόνομη ανάπτυξή τους. Αυτονομία που υπαγορεύει την εμμονή σ’ ένα διαρκές και βαθύ άνοιγμα υποδοχής πολυποίκιλων μηνυμάτων. Προϋπό θεση πάντα παραμένει η δημιουργία των αντικειμενικών συνθηκών για να οικοδομηθεί μια μορφή συγκλιτικής σχέσης με τα άλλα κοινωνικά κινήματα. 
Ώστε η δεδομένη σχέση συμπληρωματικότητάς τους να οδηγεί τελικά στο μετασχηματισμό των «κοινών προθέσεων σε κοινωνικό κίνημα».(7)
 [6 -  P. Saint Marc, Socialisation de la nature, Παρίσι, Stock, 1971, σ. 282.]
 [7 -Συνέντευξη του Ribes με τον S. Moscovici, ο.π., σ. 127. Επίσης, B. Lalonde, D. Simonet, ό.π., σ. 162.]

 2. Αυτονομία: Όρος αποσύνθεσης ή λειτουργικής συμπόρευσης;
 
Δεν θα πρέπει ωστόσο να υποτιμηθεί ο διπλός κίνδυνος που ελλοχεύει κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες. Η έκφραση σοβαρών διασπαστικών τάσεων στο εσωτερικό του οικολογικού κινήματος και η ενδεχόμενη υποβάθμιση της εικόνας του σε νέο «κοινωνικό απορριμματοσυλλέκτη» (8) συνθέτουν τις δύο παραμέτρους της αντίστροφης διαδικασίας αποσύνθεσής του. Ενδεχόμενο που ανά γει σε πρωταρχικό στόχο την αδιάλειπτη προσπάθεια να διαμορφωθεί το πλαίσιο όπου θα μπορούσαν τελικά να θεμελιωθούν οι αναγκαίοι μηχανισμοί για την ανάπτυξη της συμπυκνωτικής λειτουργίας του κινήματος. Σε τρόπο ώστε η οργανωτική δομή του να εξασφαλίζει τη διατήρηση της συνοχής, αλλά συγχρόνως να λειτουργεί και ως πλαίσιο μετασχηματισμού του όλου. 

Βάση για την οικοδόμηση τέτοιας μορφής σχηματισμών παραμένει η ελαστικότητα των οργανωτικών δομών και των διαδικασιών. Γιατί είναι αυτή που επιτρέπει την ελεύθερη έκφραση και ανάπτυξη των διαφοροποιημένων ομάδων και κινημάτων. Μόνο κάτω απ’ αυτές τις προϋποθέσεις η φαντασία —υπαρξιακό στοιχείο αυτών των κινημάτων— δεν χάνει τίποτα από τη μεγαλοπρέ πειά της όταν περνά στην πραγμάτωσή της, αφού παραμένει πέρα από όποιαοργανωτικά σχήματα ικανή να εμπνέει και να τροφοδοτεί καθημερινά την κοινωνική και πολιτική πρακτική.
[8 - J. Neri, C. Ribay, L ' affirmation de la différence en politique: le cas du collectif Ecolo gie 78 dans la 4 e circonscription, des Yvelines (Elections legislatives de 3/1978), τ. 2 (Memoire DEA, Paris I) Παρίσι, 1978, σ. 65.

Επιπλέον η αταλάντευτη αναζήτηση και διεκδίκηση της αυτονομίας του επιτρέπει στο οικολογικό κίνημα να εμφανίζεται ως πόλος έλξης και πεδίο οι κοδόμησης μιας νέας ιδεολογικοπολιτικής οντότητας. Είναι αυτή άλλωστε που οδηγεί στον επαναπροσδιορισμό της σχέσης με τις άλλες πολιτικές ενσωματώσεις- όχι μόνο διεκδίκηση της αυτονομίας του από τις παραδοσιακές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, αλλά αναγνώριση της αυτονομίας των άλλων κινημάτων όταν η συνεργασία και έκφραση μέσα από τις γραμμές του εμφανίζεται ως αναγκαία προϋπόθεση για την ανάληψη κοινής δράσης. Η αντίληψη δηλαδή αυτή της αυτονομίας, που καθορίζει άλλωστε την ειδικότητα της δομής του, συνίσταται στο γεγονός ότι δεν επιδιώκει να αφομοιώσει και να καταργήσει κάτω από την οικολογική επιγραφή τον ιδιαίτερο χαρακτήρα ή τη διαφοροποιημένη προβληματική τους. 

«Οι οικολόγοι», τονίζουν οι Β. Lalonde και D. Simonet, «δεν έχουν ούτε επιτελικό γραφείο ούτε συνθήματα, δεν επιδιώκουν να αντιπροσωπεύσουν τα άλλα κινήματα. Επιθυμούν να συμπαραταχθούν με αυτά στο πολιτικό πεδίο». (9) Με στόχο να οικοδομήσουν σχέ σεις που να βασίζονται κατ’ αρχήν στην αναζήτηση της αμοιβαίας θέλησης,(10) αναγκαίας για να αναληφθεί η αντιπροσωπευτική πάλη ενός ευρύτερου κινή ματος. Κινήματος του οποίου οι «ποιητικοί» οραματισμοί δεν θα αποτελούν τελικά τροχοπέδη στην καθημερινή παρέμβασή του στο κοινωνικό και πολι τικό πεδίο. (11)
 [9 - B. Lalonde, D. Simonet, ό.π., σ. 150.]
 [10- Ibid, σ. 161.]
 [11 -Συζήτηση του Ribes με S. Moscovici, ό.π., σ. 127.]

Η αναγκαιότητα —συνειδητοποιημένη ή όχι— για τη χάραξη συγκεκρι μένων πρακτικών δεν αποτέλεσε όμως πάντα αποτελεσματικό παράγοντα μετασχηματισμού των κοινωνικοπολιτικών διαδικασιών. Το πρόβλημα της  δραστηριοποίησης —ως αναγκαιότητα και μορφή δράσης— του κινήματος στο πεδίο που οριοθετεί η παραδοσιακή πολιτική σκακιέρα αποτελεί σημαν τικό σημείο αντιπαράθεσης των επιμέρους κινημάτων και ρευμάτων που κινούνται στον οικολογικό χώρο. Το πέρασμα από την «ποίηση» στην πολιτική, από την «ονειροπόληση» στην αντιμετώπιση της πραγματικότητας ανάγεται σε κυρίαρχο σημείο τριβής. 

Η απόρριψη της πολιτικής δραστηριοποίησης αναστέλλει σε μεγάλο βαθμό την ανάληψη της πάλης για την ποιοτική αλλαγή του «τρόπου ζωής» και φαίνεται να υποβιβάζει την αμφισβήτηση σε απλή ονειροπόληση. Μάλιστα, η ενδεχόμενη σύγκλιση στο ιδεολογικό επίπεδο ή ακόμη και συμπαράταξη στον κοινωνικό χώρο, δεν οδηγεί πάντα στη σύμπραξη και στο πολιτικό πεδίο. Η δυνατότητα ενσαρκώνεται σε πράξη στο βαθμό που πρακτικά το οικολογικό κίνημα είναι σε θέση να προτείνει ένα πλαίσιο πολιτικής προβληματικής και δράστηριοποίησης εμπνευσμένο από ελπίδες, μορφές αμφισβήτησης και προτάσεις που αναπτύχθηκαν την τελευταία εικοσαετία. Ο αυθορμητισμός και η αυτοδιάθεση, η αναζήτηση της κοινωνικής δικαιοσύνης ως πλαισίου απόρριψης των κοινωνικών διακρίσεων και ανισοτήτων, το παλαιό αναρχικό όνειρο ενός κόσμου περισσότερο βιώσιμου (12) και η απόρριψη του πολιτικού κομφορμισμού πλάι στην προβληματική για την προστασία της φύσης, συνυπάρχουν και βασανίζουν την οικολογική σκέψη. Οι εκφρασμένες ανησυχίες και επιμέρους αναζητήσεις αντανακλών και σ’ αυτή δίνοντας την εντύπωση εκπληκτικής σύνθεσής τους.(13) Χωρίς όμως τελικά να βρίσκουν την αναγκαία, στα πλαίσια των σύγχρονων πολιτικών διαδικασιών, ενότητα. Έστω στηριγμένη πάνω στην πολυμέρεια και εκ φρασμένη μέσα από την πολυφωνία.(14)

Να τονίσουμε, κλείνοντας, ότι η συνύπαρξη και αλληλεπίδραση των παραπάνω κινημάτων και ρευμάτων, μέσα στην καθημερινή πρακτική, αποτελεί αναπόδραστο όρο της επιβίωσής τους. Από μια άποψη αποκτούν την ιστορική τους ιδιαιτερότητα (15) μέσα από τη συμβολή τους στην ανάδειξη και ανάπτυξη του μορφώματος εκείνου που ονομάζουμε οικολογικό κίνημα. Οι διάφορες επιμέρους ανησυχίες συμπυκνώνονται τελικά στον οικολογισμό, όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια, ως έκφραση της κοινωνίας των πολιτών σύροντας τα πρωταρχικά προβλήματα της βιομηχανικής κοινωνίας έξω από το χώρο της εργασίας. (16)

Αλλά και το οικολογικό κίνημα, χωρίς ουσιαστική συμπόρευση σε όλα τα επίπεδα με τα άλλα κοινωνικά κινήματα και διαρκή έμπνευση από την καθημερινή δράση τους κινδυνεύει να καταλήξει, ανεξάρτητα από υποκειμενικούς ή αντικειμενικούς λόγους, σε «απλό συμπλήρωμα των πολιτικών σχηματισμών».(17) Σ’ αυτή την περίπτωση η αφομοίωσή του από τις παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις, ως αποτέλεσμα —αλλά όχι μόνο— της απομόνωσής του, διαφαίνεται αναπόφευκτη.

[12 - P. Samuel, Ecologie, détente ou cycle infernal, Παρίσι, Union Générale d’editions, 1973, σ. 145.]
[13 - Ζητώντας την υπερψήφιση των οικολόγων στις προεδρικές γαλλικές εκλογές του 1981, ο B. Lalonde διατυπώνει με ενάργεια αυτήν την προοπτική· η ψήφος στους οικολόγους, τόνιζε, προωθεί «την πραγματοποίηση ενός νέου σχεδίου που έχει παρουσιαστεί στη Γαλλία εδώ και αρκετό καιρό»· το οικολογικό σχέδιο «εκφρασμένο από κινήματα που εμφανίστηκαν πρόσφατα στις περισσότερες βιομηχανικές κοινωνίες. Κινήματα διαφορετικού χαρακτήρα και στόχων όπως αυτά των «καταναλωτών», τα γυναικεία κινήματα ή εκείνα της προστασίας του περιβάλλοντος και του πλαισίου ζωής» (συνέντευξη του Β. Lalonde στον P. Jarreau, Le Monde, 24 Απριλίου 1981. Επίσης βλ. J.-L. Simonet, “Et maintenant P écologie radicale”, Le Monde, 7 Απριλίου 1981.]
[14 - Τις κοινωνικές παραμέτρους αυτής της αδυναμίας προσπαθούμε να αναδείξουμε στην επόμενη παράγραφο. Για την ανάγλυφη παρουσίαση της πολυδιάσπασης και του κατακερμα
 τισμού του οικολογικού «ιστού» όπως αυτός εμφανίζεται σήμερα βλ. κυρίως το άρθρο του Ro
 ger Cans, «La plongée des “écolos”», Le Monde, 6 Μαρτίου 1986.]
[15-  B. Lalonde, D. Simonet, ό.π., σ. 150.]
[16 - D. Simonet, L’ écologisme, Παρίσι, PUF, 1979, σ. 120.]
[17 -  17. B. Lalonde, D. Simonet, ό.π., σ. 161.]

 II. ΤΑΞΙΚΗ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ [ΜΕΡΟΣ Β']

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου