Δημήτρης Κατσορίδας: Κυβέρνηση, διαπραγμάτευση και λαϊκός παράγοντας
Τα πράγματα όπως τα ξέραμε, μέσα στην κοινωνία και στα συνδικάτα, λόγω της οικονομικής καταστροφής που έχει συντελεστεί, έχουν τελειώσει: οι πελατειακές σχέσεις, οι εξυπηρετήσεις, οι συναινετικές διαδικασίες μεταξύ συνδικάτων και εργοδοσίας, ο επαγγελματικός συνδικαλισμός, οι ίδιες οι εργατικές κατακτήσεις.
Αντιθέτως, οι πλατείες και οι λαϊκές συνελεύσεις, το 2011-12, τα δίκτυα της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, οι νέοι συνεταιρισμοί, τα εναλλακτικά πολιτιστικά δρώμενα, μια νέα γενιά συνδικαλιστών/-τριών που έχει ζυμωθεί σε αντίξοες συνθήκες, οι κινήσεις ανέργων, τα πειράματα εργατικής αυτοδιαχείρισης (π.χ. ΒΙΟΜΕ, ΕΡΤ, «Η Εφημερίδα των Συντακτών», Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων κ.ά.) δείχνουν μια τάση που αναζητά το νέο και αρνείται το παλιό.
Την ίδια στιγμή, όμως, προκύπτουν μια σειρά ερωτημάτων: Θα σταθεροποιηθούν αυτές οι τάσεις; Θα ενισχυθούν; Θα καταφέρουν να ηγεμονεύσουν; Υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να εκπροσωπηθεί ο λαϊκός παράγοντας; Ποια η σχέση του με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, η οποία αυτοαναγορεύεται αριστερή; Η εν λόγω σχέση θα είναι εναλλακτική, συμπληρωματική ή ανταγωνιστική;
Σε ό,τι αφορά τη δράση της εργατικής τάξης και των συνδικάτων προκύπτει το εξής ερώτημα: Γιατί, ύστερα από τρία Μνημόνια, δεν έχουμε ακόμη κινητοποιήσεις ή κοινωνικές δράσεις μαζικής έκτασης; Γιατί έχουμε ακόμη ύφεση της συλλογικής διαμαρτυρίας;
Διότι, κατά πώς φαίνεται, και πέρα από τη νομοθετική απαγόρευση, ουσιαστικά, των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας (ΣΣΕ), εξακολουθούν να υπάρχουν και οι άλλοι παράγοντες της μη κινητοποίησης, οι οποίοι σε γενικές γραμμές είναι η ήττα που έχει δεχτεί το κίνημα μετά την πρώτη τριετή φάση ανόδου των απεργιακών αγώνων (2010-12), η κόπωση, φυσική και οικονομική, των κινητοποιούμενων, ότι δεν υπάρχουν απτά αποτελέσματα από τις συλλογικές δράσεις, η απογοήτευση και η απόσυρση, το χαμηλό επίπεδο συνείδησης, η έλλειψη στόχων και ηγεσίας στο συνδικαλιστικό επίπεδο, οι ανταγωνισμοί, καθώς επίσης η μείωση των προσδοκιών.
Εδώ, όμως, είναι αναγκαίο να επισημάνουμε πως ενώ οι απεργίες συνιστούν ένα βασικό στοιχείο της ταξικής πάλης, εν τούτοις όλοι οι ταξικοί αγώνες δεν σημαίνουν, κατ’ ανάγκη, και απεργίες. Ενδιάμεσα, μπορεί να υπάρξει αναμονή, συζητήσεις (με όλα τα διαθέσιμα μέσα), διαπραγματεύσεις, προώθηση αιτημάτων με κάθε τρόπο, εξάσκηση πιέσεων μέσω της νομοθετικής οδού, επεξεργασία θέσεων, ανάπτυξη νέων συμμαχιών, ανασύνταξη των δυνάμεων κ.λπ.
Σε ό,τι αφορά τη λογική της ανάθεσης, αφ’ ενός έχουμε ακόμη μια στάση αναμονής προς την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αφ’ ετέρου μια στάση ανάθεσης, η οποία περιμένει από την κυβέρνηση να λύσει τα κοινωνικά προβλήματα χωρίς η κοινωνία να διεκδικεί και να συμμετέχει. Η εν λόγω κατάσταση εντείνει την αδυναμία τόσο της κυβέρνησης όσο και του λαϊκού παράγοντα, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση να πιέζεται μόνο από δεξιά της (ΔΝΤ, ευρωπαϊκοί θεσμοί, κεφάλαιο κ.λπ.).
Για να απεμπλακούμε από αυτή την κατάσταση χρειάζεται να δούμε ποιες είναι οι διαθέσιμες ευκαιρίες, ώστε να δώσουμε έμφαση σε αυτές και όχι στους περιορισμούς που θέτει η συγκυρία. Διότι η απειλή, ο φόβος και ο καταστροφισμός αφοπλίζουν το κοινωνικό κίνημα και το υποτάσσουν. «Αν αντισταθείς, χάθηκες», λένε οι κρατούντες και τα μίντια. «Αν δεν αντισταθείς, χάθηκες», λένε από την άλλη τα δρώντα υποκείμενα της Αριστεράς και η συνδικαλιστική Αριστερά. Και στις δύο περιπτώσεις, αυτό τελικά που φαίνεται είναι ότι «θα χάσεις». Με βάση την ψυχολογία το μόνο που μένει είναι η απειλή.
Αυτό το επικοινωνιακό σύμπλεγμα ονομάζεται «διπλός δεσμός». Σύμφωνα με τον ψυχίατρο-ψυχαναλυτή Ν. Σιδέρη (στο βιβλίο, Το κατά Διαβόλου Ευαγγέλιο), οι κρατούντες, χρησιμοποιώντας αυτό το δίπολο, καταφέρνουν να προκαλέσουν μια διανοητική εμπλοκή στην κοινωνία (αποδιοργάνωση της ικανότητας να σκέφτεσαι), όπου μαζί με τα βαριά αρνητικά συναισθήματα (απόγνωση, ανημπόρια, θλίψη, οργή, φόβος, αγωνία, αναμονή), εμπεδώνουν ένα «πένθιμο μούδιασμα» που αποδίδει το ειδοποιό ψυχολογικό στίγμα της παρούσας κρίσης. Κατά συνέπεια, η αποδόμηση του «διπλού δεσμού» είναι αναγκαίο να εστιαστεί στην άρση αυτής της απαγόρευσης να σκεφτόμαστε.
Για παράδειγμα, οι κρατούντες ισχυρίζονται ότι τα υφεσιακά μέτρα είναι μονόδρομος, άρα απαγορεύεται να σκεφτόμαστε περί του αντιθέτου. Θα το δεχτούμε αυτό χωρίς να το σκεφτούμε; Διότι, αν καταφέρουμε να άρουμε τη λογική τού «μη σκέφτεσαι», τότε υπάρχει αντικείμενο και κριτήριο επιλογής και από τη στιγμή που η σκέψη ξεμπλοκάρει, τότε όλα μπορούν να παιχτούν.
Λαμβάνοντας αυτά υπόψη, δεν χρειάζεται να τονίζουμε ούτε την απειλή ούτε τον φόβο, λόγω της υπεροπλίας του αντιπάλου, αλλά να αναζητήσουμε και να βρούμε τις διαθέσιμες ευκαιρίες, ώστε να δημιουργήσουμε ρωγμές, να δώσουμε στόχο και να εμπνεύσουμε αισιοδοξία ότι τα πράγματα μπορούν να πάνε και αλλιώς.
Ολες οι προαναφερθείσες αντιστάσεις και δικτυώσεις είναι η πολύτιμη κοινωνική βάση για να διαπραγματευτούν και να διεκδικήσουν από την κυβέρνηση, επειδή διαθέτουν την εμπειρία, τη γνώση και την τεχνογνωσία, ώστε να αλλάξουν τα πράγματα και να χτυπηθεί η λογική της ανάθεσης. Με την προϋπόθεση, βέβαια, να αρχίσουν να διατυπώνονται τα αιτήματα και να ενεργοποιείται η κοινωνία στο σύνολό της.
Στη βάση αυτή, να δούμε πού υπάρχουν συγκριτικά πλεονεκτήματα, να ανοιχτεί η συζήτηση και να λειτουργήσουν ως παράδειγμα με πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα. Διότι, το «όχι» μπορεί να ηττήθηκε, αλλά δεν χάθηκε επειδή συνεχίζει να αποτελεί τη συμπυκνωμένη αγανάκτηση και το μίσος που βγαίνει από τα πέντε χρόνια Μνημονίων.
* μέλος του Δ.Σ. του Σωματείου Εργαζομένων του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ
ΠΗΓΗ ΕΦΣΥΝ