Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2024

Γεωργαράκης Ν. Γ. (1986). Οικολογία και οικολογισμός στη Γαλλία: πολιτισμική έκφραση μιας ιδεολογίας [ΜΕΡΟΣ B')

 


Γεωργαράκης Ν. Γ. (1986). Οικολογία και οικολογισμός στη Γαλλία: πολιτισμική έκφραση μιας ιδεολογίας. The Greek Review of Social Research, 61 , 30–53. | ΠΗΓΗ: ΕΔΩ

ΜΕΡΟΣ Α' [ΕΔΩ]

 II. ΤΑΞΙΚΗ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ [ΜΕΡΟΣ Β']

Επιδιώξαμε να αποσαφηνίσουμε τον βασικό κοινωνικό-πολιτικό ρόλο που οφείλει να αναλάβει το κίνημα, τη δυναμική δηλαδή λειτουργία συμπύκνω σης μέσα από τη διαρκή διαδικασία συμπόρευσης με τα άλλα κινήματα. Στη συνέχεια επιχειρούμε να εντοπίσουμε τη συγκεκριμένη ταξική θέση και πολιτική έκφραση των κοινωνικών στρωμάτων που εκφράζονται μέσα από τις γραμμές του. Θέση που προσδιορίζεται από μια δέσμη κοινωνικών οριζουσών. Θα διατυπώσουμε, καταρχήν, κάποιες γενικές παρατηρήσεις μεθοδολογικού βασικά χαρακτήρα, σχετικές με τη δομή της κοινωνικής βάσης των νέων κοινωνικών κινημάτων.

1. Κοινωνικές ορίζουσες και ταξική οριοθέτηση

Βασικό διαφοροποιό στοιχείο, που ορίζει άλλωστε την ειδικότητα των νέων κοινωνικών κινημάτων, παραμένει η συγκεκριμένη θέση τους «έξω και πέρα από την παραγωγική διαδικασία». Εκφράζουν αυτά τα «εξωεργοστασιακά» κινήματα κοινωνικές τάξεις και στρώματα που στο σύνολό τους αντιπροσω πεύουν έναν κοινωνικό χώρο σχετικά ετερογενή. Εκφράζουν, δηλαδή, από μιαν άποψη και με έναν ειδικό χαρακτήρα, τα κοινωνικά στρώματα που ο Ν. Πουλαντζάς ονόμασε «νέα μικροαστική τάξη» (τεχνικοί, ιδιωτικοί και δημόσιοι υπάλληλοι, ελεύθεροι επαγγελματίες στον τριτογενή τομέα) και γνώρ σαν σημαντική επέκταση στο σύγχρονο στάδιο ανάπτυξης και δομικής κοι νωνικής μετεξέλιξης. Επέκταση που συνδέεται άμεσα με το επίπεδο διαφοροποίησης των μη χανισμών διαχείρισης και παραγωγής στο μονοπωλιακό στάδιο του καπιτα λισμού.(18)
[18 -N. Poulantzas, Les classes sociales dans le capitalisme, aujourd’ hui, Παρίσι, Seuil]

Η «νέα μικροαστική τάξη» αποκτά ιδιαίτερη πολιτική βαρύτητα· το ειδοποιό στοιχείο δεν είναι τόσο η ποσοτική επεκτατική της τάση, όσο κυρίως μια σειρά νέων ποιοτικών στοιχείων που παράγουν ιδιαίτερες αντανακλάσεις στο ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο. Η «διάμεση», «μεσολαβητική» της θέση αφού λειτουργεί ως τάξη πολωμένη ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη (19) και η ανταγωνιστική απομόνωση των μελών της μέσα στην αγορά και στη διαδικασία εργασίας αποτελούν θεμελιωτικά στοιχεία της μικροαστικής ιδεολογίας. Είναι αυτά που λειτουργούν ως μηχανισμοί ιδεολογικής φόρτισης, στο βαθμό που προσδιορίζουν τον ιδιαίτερο ατομικιστικό χαρακτήρα της μικροαστικής αναζήτησης της κοινωνικής ανόδου, βασισμένης με τη σειρά της στην ιδεολογική αντίληψη του «μύθου της γέφυρας» (20) ως εργαλείου μετασχηματισμού των κοινωνικών όρων. 

Στο πολιτικό επίπεδο, και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία στην ανάλυσή μας, όπως παρατηρεί ο Ν. Πουλαντζάς, ο συγκεκριμένος χαρακτήρας της θέσης της νέας μικροαστικής τάξης, καθώς και η ατομιστική της ιδεολογία, προσδιορίζουν μια ορισμένη πολιτική συμπεριφορά που καθορίζεται σε τελευταία ανάλυση από την αδυναμία οργάνωσης σ’ έναν δικό της αυτόνομο πολιτικό κομματικό σχηματισμό. (21)

Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο πρέπει να αναζητήσουμε την κοινωνική βάση του οικολογικού κινήματος σ’ αυτήν την ίδια την εργατική τάξη, όπως διευρυμένη και διαφοροποιημένη (πολλές φορές μάλιστα διαιρεμένη) εμφανίζεται στις σύγχρονες ανεπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες. Το στοιχείο που τελικά καθορίζει ταξικά την εργατική τάξη σ’ ένα σύγχρονο καπιταλιστικό σχηματισμό είναι η κυριαρχούμενη-υποταγμένη θέση της στην παραγωγική διαδικασία. Η άμεση όμως διαδικασία ενσωμάτωσης της επιστήμης και της διανοητικής εργασίας στην παραγωγή υπεραξίας, στα πλαίσια της σημερινής διεθνοποιημένης παραγωγικής διαδικασίας, προσδιορίζει το νέο της χαρα κτήρα. (22).

Τα αποτελέσματα που προκαλεί στο ιδεολογικοπολιτικό επίπεδο ο διαφορισμός ανάμεσα στη διανοητική εργασία και στη χειρωνακτική ορίζουν τελικά την ιδιαιτερότητά της. Προσδιορίζουν, δηλαδή, κατά κύριο λόγο, την εσωτερική διαφοροποίηση, ή πιο σωστά τη διαίρεση της νέας διερυμένης εργατικής τάξης και καθορίζουν τον ειδικό χαρακτήρα καθεμιάς από τις διακρινόμενες κατηγορίες και των επιμέρους στρωμάτων τους. (23)

[18 - N. Poulantzas, Les classes sociales dans le capitalisme, aujourd’ hui, Παρίσι, Seuil,  1974, σ. 214. Επίσης Μ. Castells, “Crise de Γ Etat consommation collective et contradictions urbaines” στο La crise de Γ Etat, υπό τη διεύθυνση του Ν. Πουλαντζά, Παρίσι, PUF,1976, σ. 191.] 
[19 - Ν. Poulantzas, Les classes sociales..., ό.π., σ. 291 και 310.]
[20. Idem, σ. 312.]
[21 - Ibid, σ. 313. Για τη μικροαστική ιδεολογία στο ίδιο σ. 307 κ.ε.]
[22 - Πα ευρύτερη ανάλυση αυτών των ζητημάτων στο Ν. Poulantzas, Les classes sociales..., ό.π., σ. 267 κ.ε.]
[23 - Ibid, σ. 270 και 271.]

Για να συγκεκριμενοποιήσουμε την υπόθεσή μας πρέπει να κάνουμε δύο παρατηρήσεις. Να λάβουμε καταρχήν υπόψη μας ότι στο εσωτερικό της ποιοτικά νέας εργατικής τάξης, ο εργάτης διαφοροποιείται από την ευρύτερη μάζα των μισθωτών που συμμετέχει στη διανοητική εργασία μέσα στη διαδι κασία της υλικής εργασίας.

Η δεύτερη παρατήρηση αναφέρεται στο ποιοτικό κριτήριο, που εισάγει αυτή η διάκριση και συνοψίζεται στην παρακάτω πρόταση: η διανοητική ερ γασία είναι φορτισμένη κατά βάση από μια σειρά «πολιτισμικών» στοιχείων που καθορίζουν την ειδικότητά της και τη διαφοροποιούν στο πολιτικοϊδεο- λογικό πεδίο από τη χειρωνακτική εργασία. Γεγονός που σημαίνει δηλαδή ότι τα πολιτισμικά αυτά στοιχεία σε συνδυασμό με το σχετικά ανεπτυγμένο μορφωτικό επίπεδο διαφοροποιούν και διακρίνουν αυτή την κατηγορία των εργαζομένων από τον παραγωγικό εργάτη, μέσα στην υλική εργασία. Μ’ αυτόν τον τρόπο εισάγεται στη διευρυμένη πλέον εργατική τάξη ένα πολιτισμι κό στοιχείο διαφοροποίησης. Είναι σ’ αυτή τη δεύτερη κατηγορία της «νέας εργατικής τάξης», όπως την εννοούμε εδώ, που κυρίως έχουν τη δυνατότητα να παρέμβουν τα νέα κοινωνικά κινήματα.

Ωστόσο η κοινωνική βάση των κινημάτων αυτών δεν καθορίζεται μοναδικά με κοινωνικοεπαγγελματικά κριτήρια. Απλώνεται επίσης σε όλο το πεδίο των κοινωνικών σχέσεων όπου επεμβαίνουν οι κατασταλτικοί και ιδεολογικοί μηχανισμοί του σύγχρονου συγκεντρωτικού αυταρχικού κράτους. Οι διάφορες κοινωνικές μειονότητες, οι γυναίκες, οι νέοι αποτελούν νέο φορέα ποιοτικά καινούριων ευαισθησιών. Θα επιμείνουμε όμως στο γεγονός ότι η τοποθέτησή τους απέναντι στο οικολογικό κίνημα προσδιορίζεται, σε τελευ ταία ανάλυση, από τη γενική κοινωνική κατάστασή τους, από το σύνολο δηλαδή των παραμέτρων που καθορίζουν τη συγκεκριμένη θέση τους στο οικο- νομικοκοινωνικό πεδίο. 

Απ’ αυτή την άποψη θα πρέπει να δεχτούμε ότι τα κυρίαρχα στοιχεία της κοινωνικής βάσης αυτών των κινημάτων συχνά επικαλύπτονται. Όμως είναι τελικά οι οικονομικοί και κοινωνικοί όροι ύπαρξής τους, που προσδιορίζουν τη συγκεκριμένη θέση και πολιτική έκφρασή τους.

Ας συνοψίσουμε τις προτάσεις που στηρίζουν τη βασική υπόθεσή μας. Υποστηρίξαμε, λοιπόν, ότι οι αντιστάσεις των παραπάνω στρωμάτων παίρνουν έναν ιδιαίτερο κοινό χαρακτήρα, που τα κοινωνικά κινήματα έρχονται να εκφράσουν αντανακλώντας κυρίως στο ιδεολογικό και πολιτικό πεδίο την αντικειμενική κοινωνική θέση τους. Εκφράζουν τους νέους κοινωνικούς ανταγωνισμούς που όμως πάντα παραμένουν οργανικά συνυφασμένοι με την ταξική μορφή της κοινωνικής πάλης.

2. Κοινωνικοί προσδιορισμοί της οικολογικής έκφρασης

Θα ήταν μεθοδολογικά χρήσιμο να σημειώσουμε ότι οι σύγχρονες κοινωνιολογικές εμπειρικές έρευνες —αν και παρουσιάζουν αρκετά μειονεκτήματα και συνθετικούς περιορισμούς, (24) αφού βασίζονται σε μετρήσεις πάνω σε ένα δείγμα αρκετά περιορισμένο— είναι χρήσιμες στην ανάλυσή μας για να προσδιορίσουμε τις κοινωνικές ορίζουσες του οικολογικού κινήματος. Χρησιμεύουν όμως απλώς ως μέσα—εργαλεία για να διασταυρώσουμε ορισμένες υποθέσεις και να διατυπώσουμε ενδεικτικές παρατηρήσεις. Και τούτο γιατί η ιδεολογία γενικά δεν μπορεί, σε καμιά περίπτωση, να συλλαμβάνεται ως συγκροτημένο σύνολο ή υποσύνολο αντιλήψεων μέσα από τέτοιας μορφής έρευνες. Η ιδεολογία αντίθετα νοείται ως η «αναπαράσταση σχέσεων» (με την αλτουσεριανή έννοια του όρου) που υλοποιούνται μέσα στην ταξική πρακτική. (25) Απ’ αυτή την άποψη η εμπειρική προσέγγιση μπορεί να λειτουργήσει μόνο σ’ ένα δεύτερο επίπεδο ως εργαλείο για τη διευκρίνιση των υποθέσεων του θεωρητικού σχήματος.

Τα συμπεράσματα των κοινωνιολογικών εμπειρικών ερευνών αναφορικά με τις κοινωνικοπολιτικές ορίζουσες του οικολογικού κινήματος ουσια στικά δεν διαφοροποιούνται από τις υποθέσεις που διατυπώσαμε στο θεωρη τικό πλαίσιο που μόλις διαγράψαμε. Εδώ θα προχωρήσουμε στην παράθεση και ανάλυση των επιμέρους στοιχείων που θεμελιώνουν τις υποθέσεις που ή δη προτείναμε.

Πριν απ’ όλα, το σύνολο των επιστημονικών ερευνών που έχουν δει το φως της δημοσιότητας δείχνουν με σαφήνεια την άμεση σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο στοιχείο «ηλικία» από τη μια και ψήφος ή οικολογική πολιτική εγγύτητα από την άλλη.(26) . Οι νεότερες γενιές έχοντας εξασφαλίσει ένα σχετικά ανώτερο επίπεδο υλικής διαβίωσης εναποθέτουν «τις ελπίδες τους σε μια κοινωνία περισσότερο βασισμένη σε μετα-υλιστικές αξίες».( 27) Η ποιοτική βελτίωση των όρων διαβίωσης ανάγεται έτσι σε πρωταρχική επιδίωξή τους.

[24 - Ειδικότερα γι αυτά τα προβλήματα στο Madeleine Grawitz, Méthodes des sciences sociales, 4η έκδ., Παρίσι, Dalloz, 1974, σ. 568-610.]
[25 - Louis Althousser, Θέσεις, Αθήνα, Θεμέλιο, 1977, σ. 101-102 και N. Poulantzas, Les 
classes sociales..., ό.π., σ. 310.]
[26 - Σύμφωνα με δημοσκόπηση που δημοσίευσε το περιοδικό Le Point το φθινόπωρο του 1976, το 51% των νέων ηλικίας 16-21 χρόνων δήλωσαν ότι θα υπερψήφιζαν υποψήφιο οικολόγο (αναφέρεται στο L. Samuel, Guide pratique de l’ écologiste, Παρίσι, Beifond, 1978, σ. 155). Παρόμοια διαπίστωση διατυπώνει ο D. Boy, «Le vote écologiste en 1978», RJt.S.P., Απρίλιος 1981, τ. 31, σ. 401. Επίσης J.-L. Rapodi, «Les conséquences de Γ apparition des mou vements écologistes sur le système de partis», Colloque sur le vote des partis politiques dans le développement des démocraties parlementaires (Strasbourg, Conseil de Γ Europe, 30-31 Μαρ τίου 1978, σ. 31-39), σ. 34.]
[27. D. Boy, ό.π., σ. 410.]

Ωστόσο η παραπάνω διαπίστωση έχει σχετικό χαρακτήρα. Ο κορεσμός σε υλικά αγαθά εξαρτάται μάλλον από την καταγωγή, ή ακόμη περισσότερο από την κοινωνική θέση που κατέχει το άτομο, παρά από την ηλικία. Παρατηρούμε έτσι ότι αποτελεί συχνότερο φαινόμενο να συναντάς νέους αστικής ή μικροαστικής καταγωγής στους χώρους των οικολόγων, ενώ αντίθετα σπανίζει η παρουσία νέων λαϊκής προέλευσης. (28) 

Πράγματι είναι σχετικά ελάχιστοι οι οικολόγοι με ρίζες στους εργάτες του δευτερογενούς τομέα· η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται τόσο από ειδικότερες έρευνες που αναφέρονται στους νέους εργατικής προέλευσης (μελέτες πάνω στην πολιτική συμπεριφορά των φοιτητών) όσο και από μελέτες που αφορούν την πολιτική συμπεριφορά της εργατικής τάξης γενικότερα. Ο P. Lebreton είχε τονίσει χαρακτηριστικά την αναγκαιότητα «ορισμένου επιπέδου ανέσεων για να γίνει κάποιος οικολόγος και την κατάκτηση στοιχειωδών αναγκών για να απολαύσει την πολυτέλεια της οικολογίας». (29)

Απεναντίας, η συμμετοχή στο οικολογικό κίνημα νέων αστικής ή μικροαστικής προέλευσης είναι αρκετά σημαντική αφού 45% (18- 24 ετών) και 20% (25-29 ετών) ανάμεσα σ’ αυτούς έχουν πατέρα που ανήκει στην κατηγορία «ανώτερο» ή «μεσαίο» στέλεχος. Επιπλέον η κοινωνική θέση που κατέχουν οι οικολόγοι, η οποία εξαρτάται βασικά από την κοινωνικοεπαγγελματική κατηγορία που ανήκουν ή το εισόδημά τους, προσδιορίζει σημαντικά την ιδεολογική και πολιτική τους έκφραση. 
Αρκετές μελέτες (30) δείχνουν ότι είναι τα μεσαία μισθωτά στρώματα και τα διανοητικά επαγγέλματα που συνθέτουν, κατά κύριο λόγο, την οικολογική πολιτική πελατεία.

[28 - Idem, σ. 410 και 411. Επίσης J.-L. Parodi, ό.π., σ. 35.]
[29 - Ρ. Lebreton, V ex-croissance. Les chemins de V écologisme, Παρίσι, Denoël, 1978, σ. 187.]
[30 - Μεταξύ άλλων: J. Neri, C. Ribay, ό.π., σ. 21-24. Επίσης, D. Boy, ό.π., σ. 412-413 και L. Samuel, ό.π., σ. 155. Επιπλέον, η ανάλυση των εκλογικών αποτελεσμάτων δείχνει ότι οι οικολόγοι επιτυγχάνουν υψηλότερα ποσοστά σε «αστικά» διαμερίσματα στο Παρίσι, όπως το V, VI ή VII (βλ. J.-P. Bras, ό.π., σ. 73, C. Perrot, ό.π., σ. 58). Εξάλλου στις προεδρικές εκλογές του 1981 τα εκλογικά μηνύματα βρήκαν μεγαλύτερη απήχηση σε περιοχές με ανεβασμένο το γενικότερο επίπεδο ανάπτυξης, όπως στην Essonne (5,35%), στη Haute-Savoie (5,29%), στην Haut-Rhin (5,25%), στο Val d’Oise (5,08%), και στην Hautes-Alpes (5,05%) (Πηγή: «L’ Ellection Présidentielle 24 Απριλίου - 10 Μαΐου 1981», Le Monde (Dossiers et documents), Μάιος 1981, σ. 112). H διαπίστωση αυτή επαληθεύεται και από τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών της 16ης Μαρτίου 1986, αφού, παρά τη γενικότερη εκλογική καθίζηση των οικολόγων, στις περιοχές αυτές κατόρθωσαν να διατηρήσουν ένα σεβαστό ποσοστό που ανέρχε ται στο τριπλάσιο περίπου του εθνικού μέσου όρου της εκλογικής επιτυχίας τους. («Banque route chez les Verts», Liberation, 18 Μαρτίου 1986).]

Η συμβολή του πολιτιστικού παράγοντα, ιδιαίτερα του συγκεκριμένου μορφωτικού επιπέδου του ατόμου στη διαμόρφωση της οικολογικής ευαισθησίας, πρέπει να τύχει εδώ της προσοχής μας. Προερχόμενοι κατά ένα μεγάλο μέρος από αστικές ή μικροαστικές οικογένειες, οι προσκείμενοι στο οικολογικό κίνημα διαθέτουν ένα αρκετά ανεπτυγμένο μορφωτικό επίπεδο.(31) 

Να σημειώσουμε μάλιστα την αριστερή τοποθέτηση που χαρακτηρίζει ειδικότερα αυτήν την κατηγορία των οικολόγων.(32) Αλλά η σημασία του πολιτιστικού παράγοντα παραμένει και αυτή σχετική στο βαθμό που εξαρτάται κατά ένα μεγάλο ποσοστό από την κοινωνική θέση, που τελικά αυτοί κατέχουν. 

Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τη διατύπωση του D. Boy η απόκτηση κάποιου ανώτερου μορφωτικού επιπέδου οδηγεί σε μια συμπάθεια προς τον οικολογισμό, αλλά αυτή εμφανίζεται πιο συχνά όταν παρατηρείται άμεση σχέση ανάμεσα στις κοινωνικές προσδοκίες (ανάλογες με τη σχολική επένδυση) και την πραγματικά κατακτημένη κοινωνική θέση.(33)

Τέλος, ένα ακόμη στοιχείο πρέπει να τύχει της προσοχής μας· το επίπεδο της βιομηχανικής ανάπτυξης, καθώς επίσης τα υψηλά επίπεδα ρύπανσης μιας συγκεκριμένης περιοχής, συντελούν καθοριστικά στη λαϊκή ευαισθητοποίηση πάνω στα οικολογικά προβλήματα. (34)
 
Ας διατυπώσουμε συνοπτικά τις υποθέσεις που παραπάνω εξετάσαμε:
α. Η ανάπτυξη της οικολογικής συνείδησης και η διαμόρφωση συγκεκριμένης πολιτικής συμπεριφοράς εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από το άμεσο περιβάλλον διαβίωσης του ατόμου.(35) Το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ζουν (καταγωγή, κοινωνική θέση, ή ακόμη η ιδιαίτερη ταξική σύνθεση αυτού του περιβάλλοντος) και το περιβάλλον όπου κατοικούν (περιο χές έντονα εκβιομηχανισμένες και υποβαθμισμένες) αποτελούν δύο βασικές 
προσδιοριστικές παραμέτρους.
β. Το σχετικά ανεπτυγμένο μορφωτικό επίπεδο, σε συνδυασμό με τη συγκεκριμένη κοινωνική θέση, φαίνεται ότι συμβάλλει στην εντονότερη απή χηση των οικολογικών μηνυμάτων στο χώρο των μεσαίων και ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων.

 [31 - Σε τελευταίες δημοσκοπήσεις με αντικείμενο την πολιτική συμπεριφορά των φοιτητών διαφαίνεται η ιδιαίτερη προτίμηση των νέων με ανώτερο μορφωτικό επίπεδο στους οικολόγους. Όμως, όπως και σε εθνική κλίμακα, και εδώ παρατηρείται η κάθετη πτώση της επιρ ροής των οικολόγων. Έτσι ενώ σε παρόμοια έρευνα το 1977 επηρέαζαν περίπου το ένα τρίτο των φοιτητών, το 1986 το ποσοστό αυτό αγγίζει μόλις το 7% (αρκετά πάντως υψηλότερο του εθνικού ποσοστού που δεν υπερβαίνει το 1,2%). Το μεγαλύτερο μέρος των υπολοίπων μεταφέ ρουν την προτίμησή τους στο Σοσιαλιστικό Κόμμα. Δύο κατηγορίες ανάμεσα σ’ αυτούς που παραμένουν πιστοί κατέχουν τα υψηλότερα ποσοστά οικολογικής ευαισθησίας: οι φιλόλογοι και εκείνοι των θετικών επιστημών με ένα ποσοστό 15% κατέχουν την πρώτη θέση στην κλίμακα προτίμησης (η προτίμηση των πρώτων συνδυάζεται με τα γενικότερα ιδεολογικοποιημένα κριτήρια των επιλογών τους, των δεύτερων εξαρτάται από τις ειδικότερες επιστημονικές ευαισθησίες τους).Πηγή:Le Monde Supplément Campus, αρ.1,6 Μαρτίου 1986.]
[32 - D. Boy, ό.π., σ. 412.]
[33 - D. Boy, ό.π., σ. 415. ΟΙ διανοούμενοι, απ’ αυτή την άποψη, αποτελούν ενδεικτικό παράδειγμα. Ο διαθέσιμος χρόνος, η υλική και επαγγελματική κατάσταση και το πνευματικό επίπεδο επιτρέπουν την κριτική τοποθέτηση πάνω στα οικολογικά προβλήματα, γεγονός που διαφαίνεται από το υψηλό ποσοστό συμμετοχής τους στο οικολογικό κίνημα (B. Lalonde και D. Simonet, ό.π., σ. 163).
[34. J.-P. Bras, ό.π., σ. 73 και C. Perrot, Les mouvements écologistes face à V action poli
 tique (Mémoire DEA, Paris II), Παρίσι 1979, σ. 58.]
[35. J. Klatzmann, «Comportement et classes sociales», στο Les élections du 2 Janvier 
1956, υπό τη διεύθυνση των Μ. Duverger, F. Goguel, J. Touchard, F.N.S.P., σ. 261.]

 3. Ειδική σχέση αυτονομίας και οικολογική πολιτική έκφραση

Από τη στιγμή που έστω και δειλά οι οικολόγοι εμφανίζονται στο πολιτικό προσκήνιο, καλούνται να αποσαφηνίσουν την πολιτική τοποθέτησή τους. Το πρόβλημα της πολιτικής έκφρασης και πρακτικής τους συζητείται πλέον με τους παραδοσιακούς όρους ταξινόμησης.  Η έλλειψη ομοιογένειας και η εσωτερική διαφοροποίησή τους αντανα κλώνται και σ’ αυτό το πεδίο. Έτσι διαπιστώνουμε την ύπαρξη οικολόγων που προσανατολίζονται σε συντηρητικές τοποθετήσεις, άλλων που κλείνουν σε αριστερές επιλογές, αρκετών που δηλώνουν «απολιτικοί». Μερικοί, τέλος, προτιμούν να εκφράζονται μέσα από μια ενδεικτική πολιτική «αδράνεια» αφού δεν αναγνωρίζουν άλλη επιλογή παρά τον οικολογισμό ή την αποχή.

Η ανομοιογένεια και η κινητικότητα των οικολόγων ψηφοφόρων δυσχεραίνει τη λεπτομερή προσέγγιση των επιμέρους πολιτικών προσανατολισμών τους. Εδώ θα περιοριστούμε στην ανάπτυξη ορισμένων υποθέσεων. Η ανάλυση και τεκμηρίωσή τους αναμφίβολα πρέπει να αποτελέσει αντικεί μενο παραπέρα έρευνας.

 Όπως δείξαμε παραπάνω, οι οικολόγοι βρίσκουν μεγαλύτερη απήχηση στα μεσαία κοινωνικά στρώματα, τα οποία κατά κανόνα υιοθετούν τη μικροαστική ιδεολογική αντίληψη και τα αποτελέσματα που αυτή παράγει στο επίπεδο της πολιτικής συμπεριφοράς. Η ενδιάμεση θέση τους στο κοινωνικό πεδίο δεν επιτρέπει να αναπτύσσουν πολιτική θέση μακροχρόνια αυτόνομη. (36)
Με το να αποτελεί στο επίπεδο της ιδεολογίας ένα ιδιαίτερο πεδίο πάλης ανάμεσα στην αστική και στην ιδεολογία της εργατικής τάξης αφού διατηρεί (με έναν όμως ειδικό χαρακτήρα που τον διαφοροποιεί καθοριστικά, όπως θα δούμε παρακάτω) τα ιδιαίτερα στοιχεία που προσδιορίζουν άλλωστε και την ειδικότητά του ως «μικροαστικό ιδεολογικό υπο-σύνολο», ο οικολογισμός στο επίπεδο της πολιτικής πρακτικής αναζητά την πολιτική έκφρασή του με το να επικαλύπτει, σε ένα σύνολο επιμέρους τάσεων, σχεδόν όλο το φάσμα των βασικών πολιτικών ρευμάτων.
Η εμπειρική μελέτη των πολιτικών επιλογών των οικολόγων αποδεικνύει ότι σημαντικός αριθμός ανάμεσά τους επιδεικνύει κάποια ευαισθησία προς την αριστερά. Η εκλογική συμπεριφορά τους όμως ποικίλλει ανάλογα με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες καλούνται να εκφράσουν την επιλογή τους. 

Ο «οπορτουνισμός», που τελικά καθορίζει την τοποθέτησή τους, δεν επιτρέπει τελικά τη σαφή διατύπωση μιας πρότασης.(37) Διαφαίνεται πάντως ως πιθανή υπόθεση ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα και το συντηρητικό κόμμα της δεξιάς (RPR) στη Γαλλία βρίσκονται σε χαμηλά επίπεδα στην κλίμακα των προτιμήσεων των οικολόγων, ενώ οι σοσιαλιστές και λιγότερο οι κεντροδεξιοί ζισκαρδικοί απολαμβάνουν σε μεγαλύτερο βαθμό τη συμπάθειά τους. (38) 

Ωστόσο, όπως τονίσαμε, για να συμφωνήσουμε με τη διαπίστωση του D. Boy, παρά τη «μετατόπιση προς τους παραδοσιακούς πολιτικούς πόλους, καθεμιά από τις τάσεις του οικολογισμού διατηρεί την ιδιαίτερη πρωτοτυπία της»(39) τοποθετημένη σε κριτική απόσταση απέναντι τους. (40)

[37 - D. Boy, ό.π., σ. 397. Σύμφωνα με τις αναλύσεις της εφημερίδας Le Matin για τις βουλευτικές εκλογές του 1978 στη Γαλλία, ενώ δεν διατυπώνουν σαφή θέση για τις επιλογές τους, στον δεύτερο γύρο των εκλογών δείχνουν σαφή προτίμηση στους σοσιαλιστές (66%) παρά στη δεξιά (19%), στο L. Samuel, ό.π., σ. 155. Αναφορικά με το ζήτημα αυτό διαφωτιστικές εί ναι οι αναλύσεις των J. Neri, C. Ribay, ό.π., σ. 59, καθώς επίσης του E. Dupoirier, «Le vote écologiste (1974-1979). Ecologie électorale du mouvement écologiste», Ecologie politique, Παρί σι, AFSP, 1980.]
[38 - Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις IFOP-Le Point (αναφέρεται από L. Samuel, ό.π., σ. 155). Χαρακτηριστική είναι η εκλογική συμπεριφορά των Γάλλων οικολόγων σύμφωνα με τα αποτελέσματα των τελευταίων βουλευτικών εκλογών της 16ης Μαρτίου 1986. Παρά το σύστημα αναλογικής που ίσχυσε σ’ αυτές τις εκλογές, η ψυχολογία της χαμένης ψήφου δεν μπόρεσε να μετριαστεί, λειτουργώντας τελικά προς όφελος των σοσιαλιστών. Έτσι το απογοητευτικά χαμηλό ποσοστό των οικολόγων σ’ αυτές τις εκλογές (1,21%) ακολουθήθηκε από τη μαζική πριμοδότηση των συνδυασμών του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Το ποσοστό του 3,37% των ευρωεκλογών του 1984 (όταν οι σοσιαλιστές άγγιξαν τα χαμηλότερα ποσοστά: 20,75%) δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην «ανάγκη» υπερψήφισης των σοσιαλιστών στις εκλογές του ’86.]
[39 - D. Boy, ό.π., σ. 403.]
[40 - Η διαπίστωση του Vadrot για τον διφορούμενο χαρακτήρα της εκλογικής συμπεριφοράς των οικολόγων επιβεβαιώνει τις παραπάνω παρατηρήσεις. Το παράδειγμα του Montélimar και του 6ου διαμερίσματος του Παρισιού, δείχνουν την τάση των οικολόγων να απόσχουν από την ψηφοφορία στον δεύτερο γύρο στις περιπτώσεις που η νίκη της αριστερός θεωρείται βέβαιη. Στην αντίθετη περίπτωση, όμως, προσφέρουν την ψήφο τους στην αριστερά. Πρόκειται, τελικά, για ψήφο «αριστερής αλληλεγγύης». Στο βαθμό που η παρατήρηση αυτή επιβεβαιώνεται από τις αναλύσεις των εκλογικών αποτελεσμάτων, διαπιστώνεται ο επαμφοτερίζων χαρακτήρας της οικολογικής ψήφου και ο οπορτουνιστικός χαρακτήρας της οικολογικής αποχής(C.-Μ. Vadrot, L' ecologie histoire d’me subversion, Παρίσι, Syros, σ. 153)]

Σε κάθε περίπτωση, η κεντρομόλος πολιτική στάση των οικολόγων επιβεβαιώνεται, με διαυγέστερο μάλιστα τρόπο, στο χώρο εκείνων που τελικά επιλέγουν ως πολιτική τακτική την «αποχή». Η κεντρώα πολιτική τοποθέτηση αυτής της κατηγορίας πρέπει να θεωρείται αρκετά πιθανή. Έστω και αν εκλογικά, τελικά, προτιμούν την αποχή απ’ όποια άλλη παραδοσιακή επιλογή. (41).

 Τέλος, όσοι δηλώνουν «απολιτικοί» διατηρούν αναμφίβολα σημαντικό ποσοστό στο χώρο των οικολόγων. Στην πραγματικότητα, η αποστροφή προς την πολιτική ουσιαστικά σηματοδοτεί την απόρριψη συγκεκριμένων μορφών πολιτικής έκφρασης, που θεωρείται ότι λειτουργούν ως μηχανισμοί εμπλοκής της κοινωνικής μετεξέλιξης. (42) 

Στο χώρο αυτό συναντιούνται μικροαστικά στοιχεία που αντιμετωπίζουν με επιφυλακτικότητα την ένταξή τους σε κομματικούς μηχανισμούς, διάφοροι αριστεριστές και γενικά οι «ανοργάνωτοι» που πάντοτε διατίθενται εχθρικά σε κάθε μορφή πολιτικής οριοθέτησης. Στοιχεία που τελικά, με εξαίρεση τους αριστεριστές, τείνουν σε κεντρώες πολιτικές τοποθετήσεις.

Οι παραπάνω παρατηρήσεις επιτρέπουν να διακινδυνεύσουμε τη διατύπωση κάποιων βασικών προτάσεων αναφορικά με την πολιτική τοποθέτηση των οικολόγων.

Ο οικολογισμός, στο πολιτικό πεδίο, διατηρεί μια κεντρώα πολιτική έκφραση που άμεσα σχετίζεται με την απόλυτη άρνηση της πολιτικής διάστασης αριστερά — δεξιά. Αλλά και αν ακόμη στο πολιτικό πεδίο μπορεί να υποστηριχθεί ότι τοποθετείται στο κέντρο και πάνω στο ίδιο επίπεδο που ορίζεται με άξονα τη διάκριση «αριστερά — δεξιά», στο επίπεδο της ιδεολογίας είμαστε υποχρεωμένοι να αναγνωρίσουμε μια σημαντική διαφοροποίηση. 
Εκεί ο οικολογισμός ίσως να τοποθετείται στο κέντρο της παραδοσιακής προβληματικής αλλά σε ένα άλλο επίπεδο απ’ αυτό που θεμελιώνεται η διάκριση των δύο βασικών ταξικών ιδεολογιών — της αστικής ιδεολογίας και της ιδεολογίας της εργατικής τάξης.
Την τελευταία αυτή υπόθεση θα επιδιώξουμε να διευκρινίσουμε και να θεμελιώσουμε στη συνέχεια.

[41 - Αρνούνται το σχηματισμό κυβέρνησης της αριστερός (12%) ή της δεξιάς (14%), προωθώντας αντίθετα την ιδέα σχηματισμού κυβέρνησης του κέντρου (23%) μετά τις βουλευτικές εκλογές του 1978 στη Γαλλία. Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουν και οι αναλύσεις του D. Boy, ό.π., πίνακες 1 και 2, σ. 396 και 397 αντίστοιχα.]
[42 -  R.G. Schwartzenberg, Sociologie Politique, Paris, Montchrestien, 1977, σ. 341 και 363. Επίσης όπως σημειώνουν οι Μ. Durand και Y. Harff, «πολλοί σύλλογοι [οικολόγων] δηλώνουν απολιτικοί με την έννοια ότι προσανατολίζονται ή υπεραμύνονται της ανεξαρτησίας τους από τα πολιτικά κόμματα» (Μ. Durand και Y. Harff, La qualité de la a vie. Mouvement éco logique, Mouvement ouvrier, Παρίσι, Mouton, 1977, σ. 75, σημ. 17)]

III. ΟΙΚΟΛΟΓΙΣΜΟΣ: ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ ΜΙΑΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗΣ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗΣ
ΚΛΙΚ ΕΔΩ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου