Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2025

Michael Löwy, Daniel Tanuro "Η συνεισφορά της 4ης Διεθνούς στον οικοσοσιαλισμό"

 

Αρκετές φορές έχουμε δηλώσει ότι το "Οικοσοσιαλιστικό Blog" δεν έχει σχέση με την Τροτσκιστική  4η Διεθνή. Ωστόσο εκτιμούμε τη συμβολή της, καθώς και αρκετών θεωρητικών της,  σημαντική για την προσφορά της στην κριτική του καπιταλισμού με οικολογικά κριτήρια και σοσιαλιστική προοπτική. 

Έχουμε αναδημοσιεύσει δεκάδες άρθρα των Joel Kovel, Michael Löwy,  Daniel Tanuro, Ian Angus, Frei Betto,  John Bellamy Foster,  κ.ά. Τεταρτοδιεθνιστών θεωρητικών. 
Επίσης έχουμε αναδημοσιεύσει και το πρόσφατο "Μανιφέστο για μια Οικοσοσιαλιστική Επανάσταση" (Παγκόσμιο Συνέδριο της 4ης Διεθνούς (02. 2025) [ΕΔΩ]

Τώρα αναδημοσιεύουμε από το ΤΠΤ "4"  και σε δική του  από το Inprecor το άρθρο των Michael Löwy,  Daniel Tanuro "Η συνεισφορά της 4ης Διεθνούς στον οικοσοσιαλισμό" ως τροφή για σκέψη. [ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΠΤ "4"]

--------------------------------------------

των Michael Löwy και Daniel Tanuro

Η συνεισφορά της 4ης Διεθνούς στον οικοσοσιαλισμό

Από την ίδρυση της 4ης Διεθνούς, το 1938, ώς σήμερα, το προγραμματικό μας πλαίσιο δεν εμπλουτίστηκε απλώς, αλλά και τροποποιήθηκε σε μια πολύ σημαντική του διάσταση: τον συνυπολογισμό του φυσικού περιβάλλοντος στην ουτοπία μας και, άρα, και στη μεταβατικότητά του. Αυτό που πλέον ονομάζεται “οικοσοσιαλισμός”.

Αυτό δεν έγινε γραμμικά και απαίτησε ιδιαίτερες επεξεργασίες, συζητήσεις, εμβαθύνσεις, και κυρίως την αμφίπλευρη σχέση τόσο με τα αυξανόμενα προβλήματα του πλανήτη όσο και με τα κινήματα για το περιβάλλον, στις διάφορες εκδοχές τους. Παρά τα θεωρητικά ψήγματα για τον “μεταβολισμό ανθρώπου και φύσης”, που υπήρχαν σε ορισμένους θεωρητικούς, η σοσιαλιστική προοπτική παρέμενε κατά πολύ μια αναδιοργάνωση της κοινωνίας σε μια φύση, ή έναν πλανήτη, που θα ήταν εκεί, δοσμένος και άφθονος, για “εκμετάλλευση” από τον “άνθρωπο”.

Ακόμα και η 4η Διεθνής δεν αποτέλεσε εξαίρεση σε αυτή τη θάλασσα μιας “προόδου”, κληρονομημένης από την Αναγέννηση και την αστική επανάσταση, που επικαθόρισε και τη στρατηγική σκέψη του εργατικού κινήματος στον 20ο αιώνα και έως και σήμερα. Τα βήματα και τους σταθμούς για την οικοσοσιαλιστική αναδιατύπωση του προγράμματος και της ουτοπίας μας, ώς το σημερινό μας “Μανιφέστο για μια Οικοσοσιαλιστική Επανάσταση – σε ρήξη με την καπιταλιστική ανάπτυξη”, διηγούνται εδώ δύο από τα βασικά στελέχη της 4ης Διεθνούς.

ΤΠΤ – “4” - Μετάφραση ΤΠΤ – “4” από το Inprecor

----------------------------------------

Λέων Τρότσκι: ένας μεγάλος στοχαστής, αλλά όχι οικοσοσιαλιστής…

Ο Λέων Τρότσκι, ιδρυτής της 4ης Διεθνούς το 1938, είναι μια από τις μεγάλες επαναστατικές προσωπικότητες του 20ού αιώνα και ένας εξαιρετικός μαρξιστής θεωρητικός. Ο Λένιν και ο Τρότσκι ήταν οι κύριοι ηγέτες της Οκτωβριανής Επανάστασης. Ιδρυτής του Κόκκινου Στρατού και αμείλικτος αντίπαλος της σταλινικής αντεπανάστασης, ο Τρότσκι διακρίνεται για τη μαρξιστική του ανάλυση του φασισμού και της γραφειοκρατίας, καθώς και για τις θεωρίες του σχετικά με τη συνδυασμένη και άνιση ανάπτυξη και τη διαρκή επανάσταση.

Ιδρύοντας την 4η Διεθνή, όταν ήταν «μεσάνυχτα στον αιώνα», μετέδωσε την κληρονομιά του επαναστατικού μαρξισμού στις επόμενες γενιές. Το έργο του καλύπτει σημαντικά γεγονότα όπως η ρωσική επανάσταση, η άνοδος και η πτώση της Κομμουνιστικής Διεθνούς, το επαναστατικό κύμα του 1917-1923 και η υποχώρησή του, ο φασισμός και ο σταλινισμός, το Λαϊκό Μέτωπο και την ισπανική επανάσταση, η παρακμή της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και η άνοδος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.

Η απουσία οποιασδήποτε οικολογικής συνείδησης ρίχνει μια σκιά σε αυτή την αξιολόγηση. Η κληρονομιά που άφησε ο Τρότσκι στους διαδόχους του δεν κάνει καμία αναφορά στα προβλήματα, τα εργαλεία και τις πρωτοποριακές έννοιες του οικοσοσιαλισμού που είχαν αναπτύξει ο Μαρξ και ο Ένγκελς. Αυτό το κενό είναι ιδιαίτερα εμφανές στις απόψεις του Τρότσκι για την πρόοδο και τη σχέση μεταξύ ανθρωπότητας και φύσης, στην αντίληψή του για την επιστήμη και την τεχνολογία, και στην προσέγγισή του στο αγροτικό ζήτημα.

Ενώ η διαλεκτική τους άποψη για την πρόοδο είχε οδηγήσει τους ιδρυτές του μαρξισμού να δυσπιστούν στις «νίκες του ανθρώπου επί της φύσης» («για κάθε τέτοια νίκη, η φύση εκδικείται», όπως έλεγαν), ο Τρότσκι τις εξυμνούσε χωρίς καμία επιφύλαξη: «Χάρη στη μηχανή, ο άνθρωπος στην σοσιαλιστική κοινωνία θα κυριαρχήσει στη φύση στο σύνολό της […]. Θα υποδείξει τη θέση των βουνών και των βουνοκορφών. Θα αλλάξει την πορεία των ποταμών και θα καθορίσει τους κανόνες για τους ωκεανούς».

Η ιδέα ότι οι επιστημονικές εξελίξεις αποκάλυπταν το ένα μετά το άλλο όλα τα μυστήρια του σύμπαντος ήταν πολύ διαδεδομένη τον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα. Οι ιδρυτές του μαρξισμού δεν απομακρύνθηκαν πάντα από αυτή την προσέγγιση, αλλά δεν πίστευαν ούτε στην «απόλυτη γνώση» ούτε στην «κυρίαρχη σκέψης». Λιγότερο προσεκτικός, ο Τρότσκι διακήρυσσε δυνατά την «πίστη του στις απεριόριστες δυνατότητες της γνώσης, της πρόβλεψης και της κυριαρχίας της ύλης».

Ορισμένα στοιχεία υποδηλώνουν ότι ο Μαρξ δεν θεωρούσε την τεχνολογία ουδέτερη. Η εκτίμηση του Τρότσκι είναι διαφορετική. Στην ερώτηση «τι είναι η έννοια της ταξικής κοινωνίας;», απαντά: «βασικά, πρόκειται για την οργάνωση της παραγωγής […] η τεχνολογία είναι μια θεμελιώδης κατάκτηση της ανθρωπότητας». Στα έργα του δεν υπάρχει κανένα ίχνος της “αρχής της σύνεσης”.

Είναι αλήθεια ότι είναι σημαντικό να ληφθεί υπόψη το πλαίσιο. Από το 1923-1924, με την υποχώρηση της παγκόσμιας επανάστασης και την αποστράτευση των ρωσικών μαζών, δύο εναλλακτικές κατευθύνσεις αναδύονται στο εσωτερικό του Κομμουνιστικού Κόμματος.

Από τη μία πλευρά, ο Στάλιν και ο Μπουχάριν υποστηρίζουν την οικοδόμηση «του σοσιαλισμού σε μία μόνο χώρα, με ρυθμό σαλιγκαριού». Αποκηρύσσοντας την παγκόσμια επανάσταση, στοιχηματίζουν ότι ο εμπλουτισμός της υπαίθρου θα δώσει στο καθεστώς τα μέσα για να οικοδομήσει μια νέα κοινωνία.

Από την άλλη πλευρά, ο Τρότσκι υποστήριζε την προγραμματισμένη ανάπτυξη της εθνικοποιημένης βαριάς βιομηχανίας. Κατά την άποψή του, αυτή η ανάπτυξη ήταν απαραίτητη για να μπορέσει το σοβιετικό καθεστώς να αντισταθεί χωρίς να εκφυλιστεί, εν αναμονή ενός νέου κύματος διεθνών επαναστατικών αγώνων.

Ο Τρότσκι είχε δίκιο να προωθεί την βιομηχανική ανάπτυξη ως μέσο για τη δημιουργία των συνθηκών ανάπτυξης στην ύπαιθρο, αλλά είχε άδικο να πιστεύει ότι αυτό σήμαινε μια «βιομηχανοποίηση της αγροτικής παραγωγής» υπό την καθοδήγηση του κράτους. Σε αντίθεση με τον Μαρξ, δεν έλαβε υπόψη την ανάγκη για «ορθολογική διαχείριση τωνμεταβολισμών» ανάμεσα σε ανθρωπότητα και σε φύση.

Αυτό εξηγεί πιθανώς γιατί τα έργα του Τρότσκι δεν αναφέρουν ούτε την πολιτική του Λένιν για την προστασία των «φυσικών μνημείων» (zapovedniki), ούτε την κριτική εναντίον αυτών των οικολογικών παρεμβάσεων που εξαπέλυσε ο Στάλιν για να συγκαλύψει την αποτυχία της αναγκαστικής κολεκτιβοποίησης προσφέροντας αυτά τα φυσικά καταφύγια στη γεωργία.

Προς υπεράσπιση του Τρότσκι, πρέπει να σημειωθεί ότι η τεχνοκεντρική και μοντερνιστική κουλτούρα κυριαρχούσε στο διεθνές εργατικό κίνημα της εποχής, συμπεριλαμβανομένων των Ρώσων επαναστατών. Αλλά αυτό το πλαίσιο δεν εξηγεί τα πάντα. Σε θέματα οικολογίας, ο ιδρυτής του Κόκκινου Στρατού υστερούσε σε σχέση με τον Μαρξ, τον Ένγκελς και ακόμη και τον Λένιν. Οι κληρονόμοι του έπρεπε λοιπόν να καλύψουν αυτά τα κενά για να επαναπροσδιορίσουν και να αναπτύξουν το ημιτελές έργο της «οικολογίας του Μαρξ».

-----

Η (καθυστερημένη) ανακάλυψη της οικολογίας από τον Ernest Mandel

Από τη δεκαετία του 1960 μέχρι το θάνατό του, ο Ernest Mandel (1926-1995) ήταν ο κύριος ηγέτης και θεωρητικός της 4ης Διεθνούς. Λαμπρός μαρξιστής οικονομολόγος, τα γραπτά του μελετήθηκαν και θαυμάστηκαν πολύ πέρα από τα όρια του κινήματός του. Συνέταξε επίσης τα πιο σημαντικά ψηφίσματα της Διεθνούς κατά τη διάρκεια αυτών των ετών και συνέβαλε στην υιοθέτηση μιας μη δογματικής και αποφασιστικά δημοκρατικής εκδοχής του κομμουνισμού.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, πολύ πριν από άλλους μαρξιστές, ο Μαντέλ ανησύχησε για την καταστροφή του περιβάλλοντος και διατήρησε αυτό το ενδιαφέρον μέχρι το τέλος της ζωής του. Αυτό φαίνεται στην πολεμική του απάντησή, το 1972, στην έκθεση Meadows για τα όρια της ανάπτυξης, η οποία δείχνει ταυτόχρονα και τα όρια της σκέψης του σε αυτά τα θέματα. Η απροθυμία του να παραδεχτεί τον πεπερασμένο χαρακτήρα των φυσικών πόρων –και επομένως της ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών δυνάμεων– είναι εμφανής όταν ισχυρίζεται ότι είναι η «αναρχία» της παραγωγής και όχι ο «απεριόριστος» χαρακτήρας της που πρέπει να καταδικαστεί. Επιπλέον, προέβαλε τυπικά παραγωγίστικες και μη βιώσιμες προτάσεις –για παράδειγμα στον τομέα της γεωργίας, υποστηρίζοντας την «αποψίλωση δασών» και την άρδευση «δύο δισεκατομμυρίων εκταρίων ερήμου».

Το άρθρο του 1972 είναι διαποτισμένο από τον φόβο ότι η επικέντρωση στα όρια της ανάπτυξης θα χρησιμεύσει ως κάλυψη για μια επίθεση λιτότητας εναντίον των εργαζομένων και για μια παγκόσμια νεο-μαλθουσιανή επίθεση εναντίον των φτωχών. Αυτός ο φόβος ήταν –και παραμένει– απολύτως εύλογος, και η απάντηση του Μαντέλ σε αυτόν τον φόβο είναι απολύτως θεμιτή. Ωστόσο, στην πολεμική του, δεν κάνει επαρκή διάκριση μεταξύ του αντικειμενικού γεγονότος των φυσικών ορίων της παραγωγής και του τρόπου με τον οποίο αυτό το γεγονός εκτρέπεται προς αντιδραστικούς σκοπούς. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει σαφής διάκριση ούτε μεταξύ της καπιταλιστικής πίεσης που ασκείται στους εργαζόμενους να θυσιάσουν την ευημερία τους και της απόλυτης ανάγκης να μειωθεί η κατανάλωση της κοινωνίας, για παράδειγμα στον τομέα της ενέργειας.

Παραδόξως, την ίδια στιγμή που δίνει αυτή την μάλλον απογοητευτική απάντηση στην έκθεση Meadows, αντιμετωπίζει το ίδιο έγγραφο με μεγαλύτερη προσοχή στο βιβλίο του του 1972 με τίτλο “Ύστερος καπιταλισμός”. Η έκθεση υποστηρίζει ότι η επέκταση της αμερικανικής παραγωγικής δομής σε ολόκληρο τον πλανήτη θα εξαντλούσε τα παγκόσμια αποθέματα πρώτων υλών μέχρι το τέλος του αιώνα και θα έθετε σε κίνδυνο την περιεκτικότητα της ατμόσφαιρας σε οξυγόνο. Αν και υπονοεί ότι η έκθεση υπερβάλλει τα επιχειρήματά της, ο Μαντέλ αναγνωρίζει ότι «μπορεί να έχει δίκιο». Στο ίδιο έργο, παραθέτει το κλασικό οικολογικό (και σοσιαλιστικό) έργο του Barry Commoner, The Closing Circle (1971): «Η Γη δεν είναι μολυσμένη επειδή ο άνθρωπος είναι ένα ιδιαίτερα βρώμικο ζώο, ούτε επειδή είμαστε πάρα πολλοί. Η ευθύνη βαρύνει την ανθρώπινη κοινωνία (…)». Αποτίει επίσης φόρο τιμής σε ένα άλλο πρωτοποριακό σοσιαλιστικό/οικολογικό έργο, το Murderous Providence – a Study of Pollution in Industrial Societies (1971) του Harry Rothmann, το οποίο χαρακτηρίζει ως «το καλύτερο μαρξιστικό έργο που ασχολείται με το σύνολο των κινδύνων για το περιβάλλον και τα πιθανά μέτρα για την πρόληψή τους».

Για να απεικονίσει τις δραματικές συνέπειες της χημικής ρύπανσης στο περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία, ο Μαντέλ παραθέτει πολλά παραδείγματα από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Γερμανία σε μια μακρά υποσημείωση. Ωστόσο, σε αντίθεση με τους Κόμονερ και Ρόθμαν, ο Μαντέλ δίνει μόνο μια περιθωριακή θέση στην οικολογία στην οικονομική και ιδεολογική ανάλυσή του για τον ύστερο καπιταλισμό.

Αρκετές δεκαετίες αργότερα, σε ένα είδος κριτικής αυτοαξιολόγησης, γράφει στο βιβλίο του “Εξουσία και χρήμα”: «Σήμερα, συνειδητοποιήσαμε, με μεγάλη καθυστέρηση, ότι οι κίνδυνοι που απειλούν τους μη ανανεώσιμους πόρους της Γης και το φυσικό περιβάλλον του ανθρώπινου πολιτισμού και της ανθρώπινης ζωής συνεπάγονται επίσης ότι η κατανάλωση υλικών αγαθών και υπηρεσιών δεν μπορεί να αυξάνεται απεριόριστα». Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι, στην υποσημείωση που ακολουθεί αυτό το απόσπασμα, ο Μαντέλ αναφέρει το έργο των Peter Hennicke και Michael Müller που δημοσιεύθηκε το 1989, Die Klima-Katastrophe, αλλά δεν θίγει το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής στο δικό του κείμενο.

Περίπου την ίδια εποχή, σε ένα άρθρο του το 1990, κάνει αυτό που μπορεί να θεωρηθεί ως η πιο σοβαρή εκτίμησή του για την οικολογική κρίση: «Από τις αρχές του 20ού αιώνα, και ξεκινώντας από τη Rosa Luxembourg, οι μαρξιστές είχαν δίκιο να συνοψίζουν το μέλλον της ανθρωπότητας στη φράση «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» […] Σήμερα, η επιλογή έχει γίνει «σοσιαλισμός ή θάνατος» […] Αυτό προκύπτει από τον έμμεσο κίνδυνο εξόντωσης που συνδέεται με τον κίνδυνο ενός συμβατικού ή πυρηνικού διηπειρωτικού ή παγκόσμιου πολέμου εν μέσω πυρηνικών σταθμών, […] αλλά υπάρχουν και άλλοι θανάσιμοι κίνδυνοι για την ανθρωπότητα, ιδίως η απειλή καταστροφής του περιβάλλοντος […]».

Με άλλα λόγια, αν και ο Έρνεστ Μαντέλ συνειδητοποίησε όλο και περισσότερο τον κίνδυνο μιας οικολογικής καταστροφής, αυτό δεν τον οδήγησε να αναδιατυπώσει τον μαρξισμό του σύμφωνα με τις αρχές του οικοσοσιαλισμού. Αυτό το έργο αφέθηκε στην επόμενη γενιά της 4ης Διεθνούς.

Η πορεία της 4ης Διεθνούς προς τον οικοσοσιαλισμό (2001)

Μετά τον Μάιο του ’68, η 4η Διεθνής άρχισε να συνειδητοποιεί τη σημασία των οικολογικών ζητημάτων. Οι ακτιβιστές της στη Γαλλία, τη Γερμανία, τη Μεγάλη Βρετανία και αλλού συμμετείχαν σε περιβαλλοντικά κινήματα, κυρίως στον αγώνα κατά της πυρηνικής ενέργειας και της ρύπανσης. Σταδιακά, τα οικολογικά ζητήματα άρχισαν να συζητιούνται στα συνέδριά της, αλλά κατά τη διάρκεια αυτών των ετών δεν υιοθετήθηκε καμία συγκεκριμένη απόφαση σχετικά με την οικολογία.

Στο 12ο Παγκόσμιο Συνέδριο το 1985, το κύριο ψήφισμα καλούσε τη Διεθνή και τα τμήματά της να «ασχοληθούν όλο και περισσότερο με το περιβαλλοντικό ζήτημα στην προπαγάνδα και τις γενικές δραστηριότητές τους» και να αναλάβουν «κοινές δράσεις με το περιβαλλοντικό κίνημα».

Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, μια ομάδα συντρόφων της 4ης Διεθνούς συνέταξε ένα έγγραφο για τον σοσιαλισμό και την οικολογία, αλλά αποφασίστηκε ότι το ζήτημα έπρεπε να συζητηθεί πιο διεξοδικά πριν να παρουσιαστεί στο 13ο Παγκόσμιο Συνέδριο που πραγματοποιήθηκε το 1991. Το έγγραφο, με τίτλο «Σοσιαλιστική Επανάσταση και Οικολογία», το οποίο δημοσιεύθηκε μετά το συνέδριο, αποτελεί μια πολύ ουσιαστική προσπάθεια να συζητηθούν οι αιτίες και οι συνέπειες της οικολογικής κρίσης, οι πολιτικές της αστικής τάξης, τα όρια του οικολογικού κινήματος, η κατάσταση στο εργατικό κίνημα και ένα πρόγραμμα δράσης. Μεταξύ των επειγόντων αιτημάτων που απαιτούσαν συντονισμένη δράση σε διεθνές επίπεδο ήταν: μια ριζική ρήξη με το σύστημα εκμετάλλευσης της αγροτικής παραγωγής για εξαγωγές στις εξαρτημένες χώρες, το οποίο προκαλεί πείνα και φτώχεια, η άμεση απαγόρευση ολόκληρου του κύκλου παραγωγής πυρηνικής ενέργειας, καθώς και το να σταματήσει η καταστροφή των τροπικών δασών και της θανατηφόρας ρύπανση των δασών στις βιομηχανικές χώρες.

Αυτό το έγγραφο του 1991, που υιοθετήθηκε προσωρινά από την 4η Διεθνή εκείνη την εποχή, ήταν μια μεγάλη επιτυχία, αλλά γνώριζε ορισμένα προφανή όρια. Για παράδειγμα, για να περιγράψει την οικολογική κρίση, αναφέρεται στη ρύπανση του αέρα και του νερού, στην καταστροφή των δασών και στις βιομηχανικές καταστροφές (χημικές και πυρηνικές), αλλά δεν αναφέρει την κλιματική αλλαγή. Αν και η ιδέα μιας σοσιαλιστικής οικολογίας είναι πολύ παρούσα, η έννοια του οικοσοσιαλισμού –ως νέου τρόπου προσέγγισης του σοσιαλιστικού προγράμματος– εξακολουθεί να απουσιάζει.

Αρκετά χρόνια αργότερα, γύρω στο 2001, μια ομάδα Γάλλων μελών της 4ης Διεθνούς (Laurent Garrouste, Vincent Gay και Michael Löwy, μεταξύ άλλων) αποφάσισε να συντάξει ένα νέο σχέδιο, με τίτλο «Οικολογία και σοσιαλισμός», βασισμένο στο προηγούμενο έγγραφο, αλλά με ουσιαστικές αλλαγές. Παρουσιάστηκε στο 15ο Παγκόσμιο Συνέδριο (2003) με εισήγηση του Michael Löwy και υιοθετήθηκε με μεγάλη πλειοψηφία.

Σε μια κριτική αυτοαξιολόγηση, η εισαγωγή της απόφασης αναγνωρίζει ότι δεν ήταν μόνο οι ρεφορμιστικές ηγεσίες του εργατικού κινήματος που αγνόησαν ή απέρριψαν τα οικολογικά προβλήματα: «Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι οι επαναστατικές τάσεις γενικά –και η 4η Διεθνής ειδικότερα– άργησαν πολύ να ενσωματώσουν το οικολογικό ζήτημα». Σε ένα τμήμα αφιερωμένο στην 4η Διεθνή και στην οικολογική κρίση, η απόφαση αναφέρει ότι πολλοί σύντροφοι της οργάνωσής μας «συνέχισαν να θεωρούν τα οικολογικά προβλήματα ως μια από τις πολλές αντιφάσεις του καπιταλισμού» και ασχολήθηκαν με τα οικολογικά ζητήματα μόνο όταν άλλες κοινωνικές δυνάμεις τα έθεσαν στο προσκήνιο. Ενώ άλλα ρεύματα και άτομα συζητούσαν για την οικολογία και τον σοσιαλισμό εδώ και δεκαετίες, η 4η Διεθνής παρέμενε σχεδόν σιωπηλή.

Το ψήφισμα ξεκινά με μια συζήτηση για την οικολογική κρίση στον καπιταλιστικό κόσμο καθώς και στις «παλιές γραφειοκρατικές κοινωνίες» (ΕΣΣΔ κ.λπ.). Η κλιματική αλλαγή αναφέρεται εδώ, αλλά ως ένα από τα πολλά προβλήματα, χωρίς ιδιαίτερη έμφαση. Σε ένα τμήμα με τίτλο «το εργατικό κίνημα και η οικολογία», συζητούνται οι συνεισφορές του Μαρξ και του Ένγκελς και τα όριά τους. Η σοσιαλδημοκρατία και ο σταλινισμός επικρίνονται για τον τυφλό παραγωγισμό τους. Η ρεφορμιστική οικολογία επίσης επικρίνεται και η πραγματική εναλλακτική λύση παρουσιάζεται ως ο οικοσοσιαλισμός, ένα οικολογικό ρεύμα που ενσωματώνει τα θεμελιώδη επιτεύγματα του μαρξισμού, απαλλάσσοντας τον ταυτόχρονα από τα παραγωγικίστικα δεσμά του.

Η απόφαση συμπυκνώνει την αντίληψή της για τον «οικοσοσιαλισμό» ως εξής:

«Ο οικοσοσιαλισμός είναι το ρεύμα των εργατικών και οικολογικών κινημάτων που είναι πιο ευαίσθητο στα συμφέροντα των εργαζομένων και των λαών του Νότου. Σπάει με την παραγωγικίστικη ιδεολογία της προόδου –στην καπιταλιστική και/ή γραφειοκρατική της μορφή (ο λεγόμενος «πραγματικός σοσιαλισμός»)– και αντιτίθεται στην χωρίς όρια επέκταση ενός τρόπου παραγωγής και κατανάλωσης που καταστρέφει το περιβάλλον. Κατανοεί ότι μια «βιώσιμη ανάπτυξη» είναι αδύνατη στο πλαίσιο της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς».

Η επιρροή του Walter Benjamin σε ορισμένους από τους συντάκτες του εγγράφου είναι εμφανής στην κριτική του για τη γραμμική πρόοδο. Η απόφαση ορίζει επίσης τον οικοσοσιαλισμό ως ένα επαναστατικό σχέδιο:

«Ως επαναστάτες, στόχος μας είναι να συνδεθούμε με αυτό το ρεύμα και να πείσουμε τους εργαζόμενους ότι οι μερικές μεταρρυθμίσεις είναι εντελώς ανεπαρκείς. Η μικρο-ορθολογικότητα πρέπει να αντικατασταθεί από μια μακρο-ορθολογικότητα, σοσιαλιστική και οικολογική, που θα απαιτεί μια πραγματική αλλαγή πολιτισμού […]. Αυτό σημαίνει ότι το πρώτο ζήτημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί είναι αυτό του ελέγχου των μέσων παραγωγής, και κυρίως των αποφάσεων σχετικά με τις επενδύσεις και τις τεχνολογικές αλλαγές».

Εξηγώντας τη σημασία του οικοσοσιαλισμού, η απόφαση του 2003 τονίζει ότι απαιτείται μια αλλαγή πολιτισμικού παραδείγματος:

«Απαιτείται μια συνολική αναδιοργάνωση του τρόπου παραγωγής και κατανάλωσης, βασισμένη σε κριτήρια ξένα προς την καπιταλιστική αγορά: τις πραγματικές ανάγκες των πληθυσμών και την προστασία του περιβάλλοντος. Αυτό σημαίνει μια οικονομία σε μετάβαση προς τον σοσιαλισμό, βασισμένη στις δημοκρατικές επιλογές των πληθυσμών όσον αφορά τις προτεραιότητες και τις επενδύσεις, και όχι στους «νόμους της αγοράς» ή σε ένα παντογνώστη πολιτικό γραφείο. Θα πρόκειται για μια σχεδιασμένη οικονομία, ικανή να βρει βιώσιμους τρόπους για να ξεπεράσει τις εντάσεις μεταξύ της ικανοποίησης των κοινωνικών αναγκών και των οικολογικών επιταγών. Θα είναι μια μετάβαση προς έναν εναλλακτικό τρόπο ζωής, έναν νέο πολιτισμό, πέρα από την κυριαρχία του χρήματος, τις καταναλωτικές συνήθειες που τροφοδοτούνται τεχνητά από τη διαφήμιση και την ατελείωτη παραγωγή αγαθών επιβλαβών για το περιβάλλον (το ιδιωτικό αυτοκίνητο!)».

Το έγγραφο του 2003 αποστασιοποιείται από τον «εργατισμό», πολύ περισσότερο από το σχέδιο του 1991, αλλά δεν αγνοεί τη σημασία της προσέλκυσης του εργατικού κινήματος στον οικοσοσιαλισμό:

«Επικρίνοντας την ιδεολογία που προωθούν οι κυρίαρχες τάσεις του εργατικού κινήματος, κατανοούμε ότι οι εργαζόμενοι και οι οργανώσεις τους αποτελούν μια ουσιαστική δύναμη για τη μεταμόρφωση του συστήματος».

Το ψήφισμα «Οικολογία και σοσιαλισμός» που υιοθετήθηκε από το 15ο Παγκόσμιο Συνέδριο της 4ης Διεθνούς (2003) και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες, σηματοδοτεί μια στροφή στην ιστορία της 4ης Διεθνούς. Για πρώτη φορά, υιοθετεί ένα έγγραφο που ασχολείται αποκλειστικά με την οικολογική κρίση και ορίζεται η ίδια ως οικοσοσιαλιστική οργάνωση. Στην πραγματικότητα, παρά την καθυστερημένη στροφή της προς την οικολογία, η 4η Διεθνής έγινε η πρώτη διεθνής οργάνωση που υιοθέτησε τον οικοσοσιαλισμό. Από εκείνη τη στιγμή, ο οικοσοσιαλισμός έγινε όλο και περισσότερο ένα βασικό στοιχείο του επαναστατικού προγράμματος, των στρατηγικών προοπτικών και του πρακτικού έργου της 4ης Διεθνούς.

Αν και το έγγραφο θεωρεί την οικολογική κρίση ως «μία από τις κύριες απειλές για την ανθρωπότητα» στην εποχή μας, η κλιματική αλλαγή αντιμετωπίζεται μόνο ως ένα από τα πολλά προβλήματα, και η απειλή της για την ανθρώπινη ζωή δεν αναφέρεται σχεδόν καθόλου. Αυτό είναι ίσως το μεγαλύτερο κενό της απόφασης. Θα καλυφθεί στα επόμενα χρόνια.

Παράλληλα με τις δικές της δραστηριότητες, η 4η Διεθνής συνέβαλε σε διάφορες διεθνείς οικοσοσιαλιστικές πρωτοβουλίες. Μια πρώτη διεθνής οικοσοσιαλιστική συνάντηση πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι το 2007, με τη βοήθεια του γαλλικού τμήματος της 4ης Διεθνούς. Η διάσκεψη αποφάσισε να δημιουργήσει ένα Διεθνές Οικοσοσιαλιστικό Δίκτυο (EIN), ανοιχτό σε όλους όσους συμφωνούν με τις βασικές ιδέες του Πρώτου Οικοσοσιαλιστικού Μανιφέστου (που δημοσιεύθηκε από τους Joel Kovel και Michael Löwy το 2001).

Το EIN ζήτησε από τους Ian Angus, Joel Kovel, Michael Löwy και Danielle Follet να συντάξουν ένα νέο μανιφέστο, που θα ασχολείται κυρίως με το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής. Εν όψει του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ που πραγματοποιήθηκε στο Belém do Pará της Βραζιλίας τον Ιανουάριο του 2009, το έγγραφο αυτό ονομάστηκε «Οικοσοσιαλιστικό Μανιφέστο του Belém» . Αυτό το δεύτερο μανιφέστο υπογράφηκε από εκατοντάδες άτομα από δεκάδες χώρες και τυπώθηκε από το Βραζιλιάνικο Οικοσοσιαλιστικό Δίκτυο (στο οποίο συμμετείχαν πολλά μέλη και υποστηρικτές της 4ης Διεθνούς) στα αγγλικά και τα πορτογαλικά, και στη συνέχεια διανεμήθηκε ευρέως κατά τη διάρκεια του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ στο Μπελέμ.

Η επόμενη πρωτοβουλία του EIN πραγματοποιήθηκε στην Κοπεγχάγη τον Δεκέμβριο του 2009, κατά τη διάρκεια της συνόδου κορυφής COP-15 των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή. Κατά τη διαδήλωση διαμαρτυρίας κατά της συνόδου κορυφής, η οποία συγκέντρωσε στους δρόμους εκατό χιλιάδες άτομα από όλη την Ευρώπη, το EIN διένειμε ένα οικοσοσιαλιστικό «κόμικ» με τίτλο «Κοπεγχάγη, 12 Απριλίου 2049 ». Το φυλλάδιο έδειχνε πώς θα έμοιαζε η Κοπεγχάγη αν κατακλυζόταν από τη θάλασσα. Τυπώθηκε και διανεμήθηκε από το δανέζικο SAP (Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα - 4η Διεθνής).

Το EIN έπαψε να λειτουργεί το 2013, αλλά το 2020, μια νέα πρωτοβουλία στην οποία συμμετείχαν επίσης ορισμένοι ακτιβιστές της 4ης Διεθνούς ξεκίνησε από τον John Molyneux: το Παγκόσμιο Οικοσοσιαλιστικό Δίκτυο (GEN).

Ψήφισμα για την κλιματική αλλαγή (2010): η 4η Διεθνής υπέρ της μείωσης της υλικής παραγωγής

Το 2010, το Παγκόσμιο Συνέδριο της 4ης Διεθνούς υιοθέτησε ένα ψήφισμα με τίτλο «Η καπιταλιστική κλιματική ανατροπή και τα καθήκοντά μας». Για πρώτη φορά, το κίνημα συζήτησε και υιοθέτησε ένα έγγραφο αφιερωμένο σε μια ειδική πλευρά της «οικολογικής κρίσης». Αυτό ήταν αποτέλεσμα μιας απόφασης που είχε ληφθεί ένα χρόνο νωρίτερα από την Διεθνή Επιτροπή της 4ης Διεθνούς. Για την υποστήριξη του σχεδίου ψηφίσματος, ένα πολύ ολοκληρωμένο έγγραφο σχετικά με την επιστήμη της κλιματικής αλλαγής είχε μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και διανεμηθεί στα τμήματα. Ο Daniel Tanuro συνέταξε και τα δύο κείμενα και παρουσίασε το ψήφισμα στο συνέδριο.

Το ψήφισμα περιλαμβάνει πέντε κεφάλαια. Το πρώτο αποδίδει την ευθύνη για την κλιματική αλλαγή στο καπιταλιστικό σύστημα, υπενθυμίζοντας παράλληλα τον καταστροφικό απολογισμό της ΕΣΣΔ, των συμμάχων της και της Κίνας, που είναι ένοχοι για την αναπαραγωγή του παραγωγισμού.

Το δεύτερο κεφάλαιο εξηγεί γιατί ο καπιταλισμός είναι ανίκανος να σταματήσει την καταστροφή. Πρώτον, επειδή η απαραίτητη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη σημαντική μείωση της κατανάλωσης ενέργειας και, συνεπώς, της υλικής παραγωγής. Δεύτερον, επειδή η δικαιοσύνη Βορρά-Νότου απαιτεί το μεγαλύτερο μέρος αυτής της μείωσης να πραγματοποιηθεί στις ιμπεριαλιστικές χώρες, ώστε να αφήσει στις άλλες χώρες περιθώριο ελιγμών για την ικανοποίηση των ζωτικών ανθρώπινων αναγκών.

Το τρίτο κεφάλαιο προειδοποιεί για τις βάρβαρες μαλθουσιανές πολιτικές ως αστική απάντηση στον συνδυασμό της οικονομικής, κλιματικής και επισιτιστικής κρίσης. Το τέταρτο κεφάλαιο υπογραμμίζει τη διπλή επείγουσα ανάγκη για μια παγκόσμια σοσιαλιστική εναλλακτική και για μια ριζική ρήξη της σοσιαλιστικής οπτικής με τον παραγωγισμό. «Η χειραφέτηση των εργαζομένων δεν είναι πλέον εφικτή χωρίς να ληφθούν ταυτόχρονα υπόψη οι κύριοι φυσικοί περιορισμοί». Το συνέδριο της 4ης Διεθνούς επικύρωσε την ιδέα ότι η αντικειμενικά νέα κατάσταση δικαιολογεί την υιοθέτηση του οικοσοσιαλισμού. Το πέμπτο κεφάλαιο επικεντρώνεται στα καθήκοντα που πρέπει να επιτελεστούν.

Η 4η Διεθνής, η πρώτη μαρξιστική οργάνωση που υιοθέτησε τον οικοσοσιαλισμό, ήταν επίσης η πρώτη που υιοθέτησε την ιδέα ότι «η μείωση της υλικής παραγωγής και κατανάλωσης είναι άμεσα απαραίτητη […] επειδή ο καπιταλισμός έχει οδηγήσει την ανθρωπότητα σε ένα αδιέξοδο». Το κείμενο διευκρινίζει ότι αυτή η μείωση «δεν προδικάζει σε καμία περίπτωση τις μελλοντικές δυνατότητες ανάπτυξης, μόλις σταθεροποιηθεί το κλιματικό σύστημα». Σημειώνει επίσης ότι «αποτελεί μόνο ένα ποσοτικό κριτήριο της απαραίτητης μετάβασης προς μια οικονομία χωρίς ορυκτά καύσιμα» και προσθέτει: «αυτό το ποσοτικό κριτήριο πρέπει να συνδυαστεί με ποιοτικά κριτήρια: ιδίως, την αναδιανομή του πλούτου, τη μείωση του χρόνου εργασίας χωρίς απώλεια μισθού, την ανάπτυξη του δημόσιου τομέα. Εάν αυτά τα κριτήρια πληρούνται, και υπό την προϋπόθεση ότι στοχεύει σε άχρηστη ή επιβλαβή παραγωγή, η μείωση της υλικής παραγωγής θα είναι στην πραγματικότητα συνώνυμη με την αύξηση της ευημερίας, του πλούτου και της ποιότητας ζωής της μεγάλης πλειοψηφίας της ανθρωπότητας, χάρη στην […] ανάκτηση του ελεύθερου χρόνου που είναι απαραίτητος για την αυτοδραστηριότητα, την αυτοοργάνωση και τη δημοκρατική αυτοδιαχείριση σε όλα τα επίπεδα».

«Δεν αρκεί να λέμε ότι ο σοσιαλισμός πρέπει να λάβει υπόψη του τα οικολογικά ζητήματα», αναφέρεται στο ψήφισμα. «Η πραγματική πρόκληση συνίσταται μάλλον στη δημιουργία των συνθηκών που θα καταστήσουν το σοσιαλιστικό σχέδιο συμβατό με την παγκόσμια οικολογία του υπερ-οικοσυστήματος της Γης. Η ανάπτυξη δεν μπορεί να σχεδιαστεί με μοναδικό στόχο την ικανοποίηση των πραγματικών ανθρώπινων αναγκών που καθορίζονται δημοκρατικά, αλλά και με βάση τη βιωσιμότητά της από την άποψη του περιβάλλοντος […]. Η έννοια του «ανθρώπινου ελέγχου της φύσης» πρέπει να εγκαταλειφθεί. Ο μόνος πραγματικά εφικτός σοσιαλισμός από εδώ και στο εξής είναι αυτός που ικανοποιεί τις πραγματικές ανθρώπινες ανάγκες (αποσυνδεδεμένες από την εμπορική αλλοίωση), που καθορίζονται δημοκρατικά […], φροντίζοντας να εξετάζουμε προσεκτικά τον περιβαλλοντικό αντίκτυπο αυτών των αναγκών και τον τρόπο με τον οποίο ικανοποιούνται».

Το ψήφισμα αναπτύσσει την ιδέα ότι οι τεχνολογίες δεν είναι ουδέτερες, όπως αναφέρεται σε προηγούμενα έγγραφα. «Το καπιταλιστικό ενεργειακό σύστημα είναι συγκεντρωτικό, αναρχικό, σπάταλο, αναποτελεσματικό, εντατικό σε νεκρή εργασία, βασισμένο σε μη ανανεώσιμες πηγές και χαρακτηρίζεται από μια τάση υπερπαραγωγής εμπορευμάτων. Η σοσιαλιστική μεταμόρφωση της κοινωνίας απαιτεί τη σταδιακή καταστροφή του και την αντικατάστασή του από ένα αποκεντρωμένο, προγραμματισμένο, οικονομικό και αποδοτικό σύστημα, εντατικό σε ζωντανή εργασία, βασισμένο αποκλειστικά σε ανανεώσιμες πηγές και προσανατολισμένο στην παραγωγή βιώσιμων αξιών χρήσης, που μπορούν να ανακυκλωθούν και να επαναχρησιμοποιηθούν». Η σοσιαλιστική επανάσταση πρέπει να θεωρηθεί «όχι μόνο ως η καταστροφή της εξουσίας του αστικού κράτους […] αλλά και ως η αρχή μιας διαδικασίας καταστροφής του παλαιού καπιταλιστικού παραγωγικού μηχανισμού και η αντικατάστασή του με έναν εναλλακτικό μηχανισμό, που χρησιμοποιεί διαφορετικές πηγές ενέργειας, διαφορετικές τεχνολογίες και διαφορετικές δομές για την επίτευξη δημοκρατικά αποφασισμένων στόχων».

Στο συμπέρασμά της, η απόφαση παραθέτει 12 καθήκοντα, που κυμαίνονται από την ευαισθητοποίηση σχετικά με τη σοβαρότητα της κατάστασης έως την ανάπτυξη πρακτικών λαϊκής βοήθειας σε περίπτωση καταστροφής, περνώντας από τον αγώνα κατά του νεο-μαλθουσιανισμού για την υπεράσπιση των φτωχών και των δικαιωμάτων των γυναικών, την εκπόνηση ενός συνολικού αντικαπιταλιστικού σχεδίου για την κοινωνική και οικολογική ανασυγκρότηση, συνδέοντας συγκεκριμένα τον αγώνα για το κλίμα και τα κοινωνικά δικαιώματα, ιδίως το δικαίωμα στην εργασία, την υποστήριξη των αυτοχθόνων λαών, την αντίθεση στην καταφυγή σε επικίνδυνες τεχνολογίες, τη δημιουργία δεσμών με κριτικούς επιστήμονες, κ.λπ.

Παγκόσμιο συνέδριο της 4ης Διεθνούς το 2018: η καπιταλιστική καταστροφή και η οικοσοσιαλιστική εναλλακτική.

Το 17ο Παγκόσμιο Συνέδριο της 4ης Διεθνούς το 2018 υιοθέτησε ένα ψήφισμα με τίτλο «Η καπιταλιστική καταστροφή του περιβάλλοντος και η οικοσοσιαλιστική εναλλακτική». Ένα μακρύ προπαρασκευαστικό έγγραφο είχε συνταχθεί από τον Daniel Tanuro. Η επιτροπή οικολογίας αποφάσισε να υποβάλει ένα από τα κεφάλαιά του στο συνέδριο και να δημοσιεύσει το πλήρες κείμενο ως έγγραφο εργασίας.

Το ψήφισμα αναγνωρίζει το «εξαιρετικά ανησυχητικό επίπεδο» της κρίσης. «Τα όρια έχουν ήδη ξεπεραστεί σε ορισμένους τομείς, ιδίως όσον αφορά τη συγκέντρωση αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα», γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε «ποιοτική αλλαγή», αναφέρει το κείμενο. «Το γήινο σύστημα θα εισέλθει τότε σε ένα νέο καθεστώς δυναμικής ισορροπίας, που θα χαρακτηρίζεται από πολύ διαφορετικές γεωφυσικές συνθήκες και μια ακόμη πιο έντονη μείωση του βιολογικού του πλούτου. Τουλάχιστον, εκτός από τις συνέπειες για τα άλλα ζωντανά όντα, […] αυτό το νέο καθεστώς θα θέσει σε κίνδυνο τη ζωή εκατοντάδων εκατομμυρίων φτωχών ανθρώπων, ιδίως γυναικών, παιδιών και ηλικιωμένων. Στη χειρότερη περίπτωση, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι θα συμβάλει στην κατάρρευση του είδους μας».

Το έγγραφο τονίζει «το βαθύ χάσμα μεταξύ της επείγουσας ανάγκης για μια ριζοσπαστική οικοσοσιαλιστική εναλλακτική λύση, αφενός, και της ισορροπίας δυνάμεων και των επιπέδων συνείδησης, αφετέρου». Τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν θα πρέπει να περιλαμβάνουν: «την κοινωνικοποίηση των τομέων της ενέργειας και του πιστωτικού συστήματος», «την κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας των φυσικών πόρων και της πνευματικής ιδιοκτησίας»· «την κατάργηση των άχρηστων ή επιβλαβών προϊόντων»· «την κοινή και δημοκρατική διαχείριση των πόρων για την εξυπηρέτηση των πραγματικών αναγκών της ανθρωπότητας». Ωστόσο, τα μέτρα αυτά είναι προφανώς ανέφικτα στο τρέχον πλαίσιο.

Η απόφαση δηλώνει ότι «αυτό το χάσμα μπορεί να γεφυρωθεί μόνο με συγκεκριμένους αγώνες των εκμεταλλευόμενων και των καταπιεσμένων […]. Με την ικανοποίηση των άμεσων αιτημάτων τους, ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού θα ριζοσπαστικοποιηθούν και οι αγώνες τους θα συγκλίνουν. Θα διατυπώσουν […] αιτήματα ασυμβίβαστα με την καπιταλιστική λογική». Το κείμενο απαριθμεί αιτήματα που εντάσσονται σε αυτό το στρατηγικό πλαίσιο. Αυτά «μπορούν να εφαρμοστούν ξεχωριστά, αλλά […] αποτελούν ένα συνεκτικό σύνολο, ασυμβίβαστο με την κανονική λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος». Αυτό το πρόγραμμα «δεν είναι εξαντλητικό […] και θα συνεχίσει να εμπλουτίζεται χάρη σε συγκεκριμένους αγώνες». «Από οικοσοσιαλιστική σκοπιά», αναφέρει το κείμενο, «αυτός ο εμπλουτισμός πρέπει να καθοδηγείται από […] την περιβαλλοντική και κοινωνική δικαιοσύνη, τις κοινές αλλά διαφοροποιημένες ευθύνες, τον αγώνα κατά των ανισοτήτων […], το τέλος του πράσινου αποικιοκρατισμού και του περιβαλλοντικού ρατσισμού, την προτεραιότητα που δίνεται στις συλλογικές λύσεις, τον διεθνισμό και την αρχή της σύνεσης».

«Πάνω απ’ όλα, οι εκμεταλλευόμενοι και οι καταπιεσμένοι πρέπει να αναπτύξουν την αυτονομία τους μέσω της δημοκρατίας, της αποκέντρωσης, του ελέγχου και της συλλογικής ιδιοποίησης ή επανιδιοποίησης των κοινών αγαθών». Οι τεχνολογίες που σχετίζονται με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μπορούν να συμβάλουν στην προώθηση της αυτοδιαχείρισης, καθώς «η φύση και η δυσκολία αποθήκευσης της ηλεκτρικής ενέργειας διευκολύνουν τη διαχείρισή της σε ένα αποκεντρωμένο, συνδυασμένο και συμπληρωματικό σύστημα». Η απόφαση δηλώνει ότι «παράλληλα με την επισιτιστική κυριαρχία, αυτός ο τομέας αγώνα είναι ιδιαίτερα σημαντικός για τον Νότο, στο πλαίσιο ενός μοντέλου ανάπτυξης εναλλακτικού προς το ιμπεριαλιστικό μοντέλο».

Μια σημαντική συμβολή της απόφασης είναι ο τρόπος με τον οποίο ενοποιεί την οπτική του καπιταλισμού: «Ο καπιταλισμός βασίζεται όχι μόνο στην ιδιοποίηση της φύσης και στην εκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού μέσω της μισθωτής εργασίας, αλλά και στην πατριαρχική απόκρυψη της εργασίας φροντίδας και αναπαραγωγής του εργατικού δυναμικού. Σε αυτούς τους τρεις πυλώνες του καπιταλισμού προστίθεται ένας τέταρτος, η εκμετάλλευση με βάση τη «φυλή». Όλοι έχουν ως κοινό παρονομαστή την ιδιοποίηση των φυσικών πόρων, στους οποίους περιλαμβάνεται και το ανθρώπινο εργατικό δυναμικό».

Το ψήφισμα υπογραμμίζει τον πρωταγωνιστικό ρόλο των αυτοχθόνων πληθυσμών, των αγροτών, των γυναικών και των νέων, παρέχοντας μια υλιστική εξήγηση για την πρωτοποριακή θέση τους. Προφανώς, το βασικό ζήτημα είναι ο ρόλος της εργατικής τάξης. Οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής καθιστούν «τη συμμετοχή του εργατικού κινήματος στον οικολογικό αγώνα ταυτόχρονα και δύσκολη και καθοριστική». Η απώλεια θέσεων εργασίας αποτελεί πρόκληση: ακόμη και αν «η μετάβαση οδηγήσει σε αύξηση της απασχόλησης σε [νέους] τομείς […], απαιτείται συνολική μείωση της υλικής παραγωγής». Εξ ου και η αποφασιστική σημασία μιας «μείωσης του χρόνου εργασίας χωρίς απώλεια μισθού».

Η απόφαση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «ο αγώνας για ένα οικοσοσιαλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα μπορεί τελικά να επιτευχθεί μόνο με την εμφάνιση πολιτικών εναλλακτικών λύσεων για ένα συνολικό σχέδιο αντικαπιταλιστικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα ικανοποιεί τόσο τις κοινωνικές ανάγκες όσο και τους περιβαλλοντικούς περιορισμούς».

Διεθνής Επιτροπή Φεβρουαρίου 2022: η 4η Διεθνής θέτει τις βάσεις για την εκπόνηση ενός «μεταβατικού προγράμματος στο πλαίσιο της απαραίτητης μείωσης της συνολικής υλικής παραγωγής».

Τον Φεβρουάριο του 2022, η σχέση μεταξύ της πανδημίας COVID-19 και της καταστροφής της βιοποικιλότητας, καθώς και η αύξηση των πλημμυρών, των μεγάλων πυρκαγιών, των ξηρασιών και άλλων σοβαρών κλιματικών «ατυχημάτων», οδήγησαν τη Διεθνή Επιτροπή της 4ης Διεθνούς να ξεκινήσει ένα σχέδιο «οικοσοσιαλιστικού προγράμματος» στο πλαίσιο της «απαραίτητης μείωσης της συνολικής υλικής παραγωγής».

Σημειώνοντας ότι «η συσσώρευση κεφαλαίου απειλεί τις ίδιες τις συνθήκες της ανθρώπινης ζωής στον πλανήτη», η απόφαση που υιοθετήθηκε επιβεβαιώνει την ανάγκη «να πατήσουμε το φρένο έκτακτης ανάγκης τόσο για να καταπολεμήσουμε τις κοινωνικές ανισότητες όσο και για να ανοίξουμε το δρόμο για μια ποιοτική ανάπτυξη επικεντρωμένη στη φροντίδα των ανθρώπων μέσω της ικανοποίησης των πραγματικών ανθρώπινων αναγκών, απαλλαγμένων από τα εμπορεύματα, που καθορίζονται δημοκρατικά με σεβασμό στα οικοσυστήματα».

Το κείμενο καταγγέλλει «το φιάσκο των καπιταλιστικών πολιτικών» που βασίζονται στην ιδέα ότι «η παγκόσμια οικονομία θα μπορούσε ταυτόχρονα να συνεχίσει να αναπτύσσεται και να αποκαρβονιστεί» -κάτι που είναι «φυσικά αδύνατο». Προειδοποιεί για τις «επικίνδυνες ψευδείς λύσεις» όπως η πυρηνική ενέργεια, η γεωλογική δέσμευση-αποθήκευση, το υδρογόνο, η γεωμηχανική και οι μεγάλες μονοκαλλιέργειες δέντρων.

«Όλες οι προϋποθέσεις φαίνεται να συντρέχουν για να μετατραπεί η καταστροφή σε κατακλυσμό», αναφέρει η απόφαση. Συνεχίζει: «Μόνο μια παγκόσμια οικοσοσιαλιστική επανάσταση θα μπορούσε να την σταματήσει, αλλά αυτό δεν είναι στην ημερήσια διάταξη. Το κεφάλαιο ενισχύει παντού την επιρροή του, τα συνδικάτα προσκολλώνται στην καπιταλιστική ανάκαμψη σαν σωτηρία, τα κοινωνικά κινήματα είναι στην άμυνα, τα δημοκρατικά και κοινωνικά δικαιώματα υποχωρούν, το πολιτικό πεδίο γλιστρά προς τα δεξιά και την ακροδεξιά στα περισσότερα κράτη».

Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να αποφευχθούν «δύο παγίδες»: «αυτή του αφηρημένου επαναστατικού μαξιμαλισμού και αυτή του πραγματισμού που είναι εμμονικός με τις άμεσες απαντήσεις». Αυτό απαιτεί ένα πρόγραμμα «που να γεφυρώνει την παρούσα κατάσταση με την κατάκτηση της εξουσίας». Το ψήφισμα διαπιστώνει ότι «αυτή η προσέγγιση του Μεταβατικού Προγράμματος είναι πιο επίκαιρη από ποτέ», διευκρινίζοντας παράλληλα ότι «η αντιμετώπιση των προκλήσεων του 21ου αιώνα συνεπάγεται μια αποφασιστική καινοτομία: το πρόγραμμα πρέπει να οργανώσει τη συνολική μείωση της τελικής κατανάλωσης ενέργειας και, κατά συνέπεια, της υλικής παραγωγής και των μεταφορών».

«Αυτή η μείωση δεν είναι προφανώς ένα κοινωνικό σχέδιο», αναφέρει το κείμενο, «είναι «ένας φυσικός περιορισμός που επιβάλλεται επειδή ο καπιταλισμός έχει ωθήσει την ανθρωπότητα πέρα από τα οικολογικά όρια» και ότι «αν αφήσουμε αυτούς τους βρικόλακες να κάνουν ό,τι θέλουν, αν οι φτωχοί δεν κάνουν τους καπιταλιστές να πληρώσουν για τη μείωση, αυτή θα επιβληθεί με την ανθρώπινη καταστροφή. Η φύση δεν διαπραγματεύεται… Η πολιτική έκφραση αυτής της «λύσης» είναι ο φασισμός. Η επιλογή είναι λοιπόν σαφής: οικοσοσιαλισμός ή βαρβαρότητα».

Συμπερασματικά, το ψήφισμα χαράζει τον δρόμο που πρέπει να ακολουθηθεί: «Η οικολογική κρίση απαιτεί προφανώς ένα ειδικά οικολογικό πρόγραμμα, βασισμένο σε εξειδικευμένες επιστημονικές γνώσεις, αλλά αυτό το πρόγραμμα δεν θα λύσει τίποτα χωρίς ένα σύνολο μέτρων που θα αναγκάσουν τους πλούσιους και τους καπιταλιστές να πληρώσουν για την αποκατάσταση της κοινωνίας, της φύσης και της σχέσης μεταξύ κοινωνίας και φύσης». «Αυτά τα μέτρα εντάσσονται στην πραγματική δυνατότητα όλων να ζουν μια καλή ζωή καταναλώνοντας λίγη ενέργεια και μειώνοντας το σύνολο των επιπτώσεων στα οικοσυστήματα». Ομαδοποιούνται σε πέντε άξονες: «επείγουσες ρυθμίσεις, με έξοδα των πλουσίων και των επιχειρήσεών τους»· «φορολογική δικαιοσύνη, κοινωνική δικαιοσύνη = κλιματική δικαιοσύνη»· «δημοκρατία για να ανακτήσουμε τον έλεγχο της ζωής μας και να φροντίσουμε τους ανθρώπους και τη Γη»· «να παράγουμε λιγότερο, να εργαζόμαστε λιγότερο, να ζούμε καλύτερα»· «να αφοπλίσουμε τους Άνδρες που δεν τους αρέσει η ζωή», ιδίως μέσω της κοινωνικοποίησης των βασικών τομέων.

Το παγκόσμιο συνέδριο του 2025 υιοθετεί ένα «Μανιφέστο για μια Οικοσοσιαλιστική Επανάσταση – σε ρήξη με την καπιταλιστική ανάπτυξη»

Λίγο μετά την Διεθνή Επιτροπή του 2022, τα όργανα της 4ης Διεθνούς συνέστησαν μια Συντακτική Επιτροπή με έργο να υλοποιήσει την κατεύθυνση που είχε υιοθετηθεί. Η Επιτροπή, η οποία εμπλουτίστηκε κατά τη διάρκεια των εργασιών, πραγματοποίησε περισσότερες από δεκαπέντε συνεδριάσεις σε τρία χρόνια. Τελικά, απαρτιζόταν από εννέα μέλη, από τον Βορρά και τον Νότο: Michaël Löwy (Γαλλία), Julia Camara (Βραζιλία), Jacob Schäffer (Γερμανία), Joao Camargo (Βραζιλία), Alex Merlo (Ισπανία), Christine Poupin (Γαλλία), Jawad Istaqbal (Μαρόκο), Farooq Tariq (Πακιστάν) και Daniel Tanuro (Βέλγιο, συντονιστής της Επιτροπής). Ένας σύντροφος από το Κονγκό Μπραζαβίλ, ο οποίος δεν είχε τη δυνατότητα να συμμετάσχει στις εικονικές συνεδριάσεις, συνέβαλε με μεγάλο αριθμό γραπτών σχολίων.

Η Επιτροπή γρήγορα έκρινε ότι η σημασία του οικοσοσιαλιστικού προγράμματος, το οποίο είχε αναλάβει να συντάξει, δικαιολογούσε το έγγραφο αυτό να λάβει τη μορφή Μανιφέστου. Ένα πρώτο σχέδιο υποβλήθηκε στη Διεθνή Επιτροπή της 4ης Διεθνούς το 2023. Ο κύριος στόχος ήταν να αποσαφηνιστεί μια ταξική γραμμή που θα λάμβανε υπόψη τις διαφορετικές επιπτώσεις της παγκόσμιας μείωσης της οικονομικής ανάπτυξης στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, στις ημι-βιομηχανικές χώρες και στις φτωχότερες χώρες. Η Επιτροπή έλαβε εντολή να συνεχίσει το έργο της με σκοπό να βελτιώσει το έγγραφο με βάση αυτές τις συζητήσεις.

Μια δεύτερη έκδοση του κειμένου υποβλήθηκε στη Διεθνή Επιτροπή τον Φεβρουάριο του 2024. Ο Daniel Tanuro παρουσίασε το Μανιφέστο και η Christine Poupin συνόψισε τα συμπεράσματα των συζητήσεων. Το έγγραφο εγκρίθηκε με μεγάλη πλειοψηφία για να διανεμηθεί σε όλες τις οργανώσεις, με πρόσκληση για τροπολογίες και συνεισφορές στη συζήτηση, ενόψει του Παγκόσμιου Συνεδρίου του Φεβρουαρίου 2025.

Το Μανιφέστο περιλαμβάνει μια εισαγωγή ακολουθούμενη από 6 κεφάλαια:

Το πρώτο σκιαγραφεί την διπλή κοινωνική και οικολογική κρίση και καταλήγει στην αντικειμενική ανάγκη για μια παγκόσμια επανάσταση -οικοσοσιαλιστική, διεθνιστική, φεμινιστική, αντιρατσιστική, αντικαπιταλιστική και αντιιμπεριαλιστική. «Δεν είναι αρκετό να αμφισβητηθεί το νεοφιλελεύθερο καθεστώς και να επανεκτιμηθεί ο ρόλος του κράτους. Ακόμα και μια άμεση διακοπή της δυναμικής της συσσώρευσης (στόχος αδύνατος στον καπιταλισμό!) δεν θα αρκούσε. Πρέπει να μειωθεί ριζικά η παγκόσμια τελική κατανάλωση ενέργειας -που σημαίνει μικρότερη παραγωγή και λιγότερες μεταφορές παγκοσμίως- και να αυξηθεί ταυτόχρονα η κατανάλωση ενέργειας στις φτωχές χώρες για την κάλυψη των κοινωνικών αναγκών. Αυτή είναι η μόνη λύση που μπορεί να συμφιλιώσει το στόχο της ευημερίας για όλους-ες-α με την αναγέννηση του παγκόσμιου οικοσυστήματος. Δίκαιη επάρκεια και δίκαιη αποανάπτυξη -οικοσοσιαλιστική αποανάπτυξη- είναι όρος εκ των ων ουκ άνευ για τη διάσωση του πλανήτη.».

Το δεύτερο παρουσιάζει τη συγκεκριμένη ουτοπία μας. Αρνούμαστε το εύκολο ατού της «αφθονίας»: η χειραφέτηση για την οποία αγωνιζόμαστε περνάει από μια κοινωνία όπου, αφού ικανοποιούνται οι βασικές ανάγκες, το είναι προηγείται του έχειν.

Το τρίτο υπενθυμίζει σε τι συνίσταται η μεταβατική μέθοδος που ανέπτυξε ο Λέων Τρότσκι.

Το τέταρτο παρουσιάζει συνοπτικά 21 βασικές γραμμές ενός συνεκτικού οικοσοσιαλιστικού προγράμματος. Ορισμένες είναι εφικτές στο πλαίσιο του καπιταλισμού, αλλά το σύνολο απαιτεί την ανατροπή του συστήματος. Αυτές κυμαίνονται από μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την προστασία των πληθυσμών από καταστροφές έως την κοινωνικοποίηση βασικών τομέων και τον δημοκρατικό σχεδιασμό, περνώντας από την αποδιάρθρωση της αγροτοβιομηχανίας, την προστασία της βιοποικιλότητας, την καταπολέμηση του περιβαλλοντικού ρατσισμού και την προώθηση μιας πολεοδομικής πολιτικής υπό τον έλεγχο των λαϊκών τάξεων.

Το πέμπτο κεφάλαιο -«παγκόσμια αποανάπτυξη στο πλαίσιο της άνισης και συνδυασμένης ανάπτυξης»- εμβαθύνει στις επιπτώσεις της έννοιας των «κοινών και διαφοροποιημένων ευθυνών και ικανοτήτων» για τις χώρες του Νότου, διακρίνοντας τις ημι-βιομηχανικές χώρες και τις φτωχότερες χώρες, στις οποίες η ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών θα απαιτήσει την περαιτέρω κατανάλωση ορυκτών καυσίμων για κάποιο χρονικό διάστημα.

Το έκτο και τελευταίο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στο στρατηγικό ζήτημα: αυτονομία των κοινωνικών κινημάτων, άρνηση κάθε ιεράρχησης των αγώνων, σύγκλιση των αγώνων και κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας.

Το Μανιφέστο αποδίδει κεντρική θέση στα αιτήματα των γυναικών. Υιοθετεί τον στόχο της «φροντίδας» -των ανθρώπων και του πλανήτη- που προβάλλουν οι φεμινίστριες και επιβεβαιώνει τη κεντρική σημασία της κοινωνικής αναπαραγωγής σε σχέση με την παραγωγή.

Η σημασία που αποδίδεται στους αυτόχθονες πληθυσμούς είναι ένα άλλο αξιοσημείωτο σημείο, το οποίο αντανακλά μια ανανεωμένη προσέγγιση του μεταβατικού προγράμματος. Για το Μανιφέστο, αν και αποτελούν μειονότητα στον παγκόσμιο πληθυσμό, οι αυτόχθονες πληθυσμοί αποδεικνύουν ότι είναι δυνατή μια άλλη σχέση μεταξύ της ανθρωπότητας και της υπόλοιπης φύσης. Η μαρτυρία αυτών των πληθυσμών έχει έτσι τεράστια ιδεολογική σημασία. Γι’ αυτό αναγνωρίζουμε ότι αποτελούν θεμελιώδες τμήμα του επαναστατικού υποκειμένου του 21ου αιώνα.

Για τους ίδιους λόγους, το Μανιφέστο αποδίδει επίσης μεγάλη σημασία στους αγώνες και τα αιτήματα των μικρών αγροτών απέναντι στην αγροτοβιομηχανία και των μικρών ψαράδων απέναντι στην βιομηχανική αλιεία. Υποστηρίζει την επισιτιστική κυριαρχία, μια ριζική αγροτική μεταρρύθμιση και την αγροτοοικολογία.

Το Μανιφέστο προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον στα τμήματα της 4ης Διεθνούς και στις συμπαθούσες οργανώσεις της. Δεκάδες τροπολογίες προτάθηκαν από συντρόφους από όλες τις περιοχές του κόσμου, ιδίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Μεξικό, τη Βραζιλία, το Περού, τη Γερμανία, τη Γαλλία, τη Μεγάλη Βρετανία, την Ιταλία, την Ινδία, το Πακιστάν, την Αλγερία, τη Νότια Αφρική, την Ελβετία… Οι περισσότερες από αυτές συνέβαλαν στον εμπλουτισμό του κειμένου. Η συλλογική διάσταση του έργου της Συντακτικής Επιτροπής αναδείχθηκε σε μια εισήγηση που παρουσιάστηκε από τέσσερις συντρόφους (δύο από τον Βορρά, δύο από τον Νότο, δύο άνδρες και δύο γυναίκες).

Το τελικό κείμενο [Μανιφέστο για μια Οικοσοσιαλιστική Επανάσταση – σε ρήξη με την καπιταλιστική ανάπτυξη] εγκρίθηκε με μεγάλη πλειοψηφία των εκπροσώπων (124 ψήφοι υπέρ, 1 ψήφος κατά, 3 αποχές και 4 NPPV).

Συγκεκριμένα παραδείγματα οικοσοσιαλιστικών δραστηριοτήτων των τμημάτων της 4ης Διεθνούς.

Κατά τη διάρκεια του Παγκόσμιου Συνεδρίου του 2018, οι συζητήσεις για την οικολογία αντανακλούσαν τη μεγάλη συμμετοχή πολλών ακτιβιστών σε συγκεκριμένους αγώνες, ιδίως στις χώρες του Νότου, που πλήττονται περισσότερο από την κλιματική αλλαγή.

Το τμήμα της 4ης Διεθνούς στο Μιντανάο (Φιλιππίνες) ασχολείται εδώ και καιρό με την υπεράσπιση των κοινοτήτων από τους όλο και πιο βίαιους τυφώνες. Αυτοί οι σύντροφοι ασχολούνται με την ανάπτυξη γεωργικών μεθόδων που βασίζονται στην επισιτιστική κυριαρχία, τον αποκλεισμό των γενετικά τροποποιημένων σπόρων και την παραγωγή βιολογικών τροφίμων για τις τοπικές κοινότητες.

Στο Μπαγκλαντές, μία από τις χώρες που είναι πιο ευάλωτες στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, η οργάνωση της 4ης Διεθνούς εμπλέκεται βαθιά στους μεγάλους αγώνες των αγροτών ενάντια στην κλιματική αλλαγή. Μαζί με τη Via Campesina και άλλες οργανώσεις, οι σύντροφοι διεξάγουν εκστρατεία για την επισιτιστική κυριαρχία, τα δικαιώματα των μικρών αγροτών και την αναδιανομή της γης, σύμφωνα με το πρότυπο του βραζιλιάνικου MST. Από το 2011, συμμετέχουν ενεργά στην οργάνωση κλιματικών καραβανιών που διεξάγουν εκστρατεία στο Μπαγκλαντές, το Νεπάλ και την Ινδία.

Και στο Πακιστάν, οι σύντροφοι της 4ης Διεθνούς ήταν στην πρώτη γραμμή του αγώνα κατά της κλιματικής αλλαγής. Το 2010, καταστροφικές πλημμύρες κατέκλυσαν το ένα πέμπτο της χώρας και άφησαν εκατομμύρια ανθρώπους άστεγους. Είκοσι εκατομμύρια άνθρωποι επλήγησαν και 2.000 έχασαν τη ζωή τους. Πέντε σύντροφοι φυλακίστηκαν επειδή υπερασπίστηκαν τους χωρικούς μετά από μια κατολίσθηση που μπλόκαρε τον ποταμό Hunza στην περιοχή Gilgit-Baltistan, παρασύροντας σπίτια και σκοτώνοντας 19 άτομα. Η κατολίσθηση δημιούργησε μια λίμνη μήκους 23 χλμ. που πλημμύρισε τρία χωριά, αφήνοντας 500 άτομα άστεγα και 25.000 άτομα αποκλεισμένα. Επτά χρόνια μετά τη δίκη τους, παρέμεναν στη φυλακή, παρά τις εκστρατείες που πραγματοποιήθηκαν για την απελευθέρωσή τους.

Στη Βραζιλία, οι σύντροφοι συμμετέχουν στην οικοδόμηση του κινήματος για την κλιματική δικαιοσύνη. Το 2015, στη Φορταλέζα, οργάνωσαν τη μεγαλύτερη πορεία για το κλίμα στην ιστορία της χώρας. Το 2016 διαδήλωσαν επίσης στο πλαίσιο της εκστρατείας Break Free του 350 μπροστά από το μεγαλύτερο εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από άνθρακα στη Βραζιλία και συμμετείχαν στην Πορεία για το Νερό το 2017. Είναι αφοσιωμένοι στην υπεράσπιση του Αμαζονίου και κατά της καταστροφικής σύμβασης REDD (Μείωση των εκπομπών από αποδάσωση και υποβάθμιση των δασών) στο πλευρό των αυτοχθόνων πληθυσμών, των τοπικών κοινοτήτων και των περιβαλλοντικών ομάδων, που καταστέλλονται βίαια από τη φασιστική κυβέρνηση του Jair Bolsonaro. Τα τελευταία χρόνια, οι Βραζιλιάνοι σύντροφοί μας προωθούν το οικοσοσιαλιστικό πρόγραμμα στο Κόμμα του Σοσιαλισμού και της Ελευθερίας (PSOL) και συνέβαλαν στην οργάνωση της Λατινοαμερικανικής Οικοσοσιαλιστικής Συνάντησης κατά τη διάρκεια της COP 30 στο Belem do Para (2025).

Οι οργανώσεις της 4ης Διεθνούς στη Λατινική Αμερική συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις γύρω από τη Σύνοδο των Λαών που συγκάλεσε ο Έβο Μοράλες στο Κοτσαμπάμπα της Βολιβίας (2010).

Στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, οι σύντροφοι της 4ης Διεθνούς εμπλέκονται όλο και περισσότερο στις κινητοποιήσεις για το κλίμα, γύρω από τις COP στην Κοπεγχάγη (2009), το Παρίσι (2015), τη Μαδρίτη (2019) και στις μεγάλες διαδηλώσεις νέων που πραγματοποιήθηκαν σε διάφορες χώρες το 2019. Συμμετέχουν επίσης σε τοπικούς αγώνες ενάντια σε έργα που σχετίζονται με τα ορυκτά καύσιμα (αυτό που η Ναόμι Κλάιν αποκαλεί «Blockadia»), όπως η υδραυλική ρωγμάτωση στη Μεγάλη Βρετανία, η εκμετάλλευση των ασφαλτικών αμμών στον Καναδά, η κατασκευή του αγωγού Keystone στις Ηνωμένες Πολιτείες και του αεροδρομίου Notre-Dame-des-Landes στη Γαλλία, καθώς και η εκστρατεία Ende Gelände κατά της εκμετάλλευσης λιγνίτη στη Γερμανία.

Σε συνεργασία με άλλες οργανώσεις και συνδικάτα, τα μέλη της 4ης Διεθνούς συμμετείχαν επίσης στην πρωτοβουλία για τη διοργάνωση ευρωπαϊκών οικοσοσιαλιστικών συνεδρίων που συγκέντρωσαν αρκετές εκατοντάδες άτομα –στη Γενεύη (2014), τη Μαδρίτη (2015), το Μπιλμπάο (2016), τη Λισαβόνα (2018), τη Βασιλεία (Ιούνιος 2020), το Μπουένος Άιρες (2024).

Michael Löwy και Daniel Tanuro

Μετάφραση ΤΠΤ – “4” από το Inprecor

[Σημείωση: Μια συντομότερη (και παλαιότερη) έκδοση αυτού του κειμένου έχει δημοσιευτεί στα αγγλικά στο Handbook for Ecosocialism (Εκδ. Salvatore Engel Dimauro), Routledge, 2022 PART IV. Power struggles on institutional terrains, Chapter 34. “The Fourth International’s contribution to ecosocialism”, Michael Löwy and Daniel Tanuro, p.346-356. Η τωρινή του έκδοση στα γαλλικά από το Inprecor και η ελληνική του μετάφραση είναι επίσης επικαιροποιημένη].

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου