Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2017

ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ: ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΝΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ ΕΝ ΤΩ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ


ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ: ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΝΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ ΕΝ ΤΩ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ

1. ΟΙ ΔΥΟ ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ
Θα ήθελα να ξεκινήσω με τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε, σύμφυτες, εν πολλοίς, στην έννοια της κρίσης. Μια πρώτη δυσκολία είναι ότι η έννοια αυτή, από την πολλή χρήση, μοιάζει να έχει χάσει τη σημασία της και το τι ακριβώς συνεπάγεται. Ο R. Koselleck,[1] σε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του για τη γενεαλογία και τις διαχρονικές χρήσεις και μετατοπίσεις του όρου, σημειώνει ότι η έννοια της «κρίσης»:
   «Εξ αιτίας της μεταφορικής της ευελιξίας, απόκτησε βαρύτητα (importance). Υπεισέρχεται στη γλώσσα της καθημερινότητας. Γίνεται ένα κεντρικό σλόγκαν (catch-word, Schlagwort). Στον αιώνα μας δεν υπάρχει, ουσιαστικά, καμιά περιοχή της ανθρώπινης ζωής που να μην έχει εξεταστεί και ερμηνευτεί με τη βοήθεια αυτής της έννοιας με την εγγενή της απαίτηση για αποφάσεις και επιλογές» (2006, σ. 358).  
 
Πώς μπορούμε, συνεπώς, να αποκαταστήσουμε το νόημα μιας λέξης με τόσο γενικευμένη, μεταφορική και πολλαπλή χρήση; Διατυπώνω, λοιπόν, την άποψη ότι έχουμε δύο τρόπους, δύο Λόγους (discourses), με τους οποίους μιλάμε για το ζήτημα της κρίσης και, κατά συνέπεια, κατανοούμε την έννοια της. Υπάρχει, αφ’ ενός ο δημόσιος Λόγος, ο Λόγος των εφημερίδων, των πολιτικών, της καθημερινότητας, και, αφ’ ετέρου, ο επιστημονικός Λόγος. Η διαφορά τους, όχι πάντοτε εμφανής, είναι σημαντική.
Ο δημόσιος Λόγος τείνει στο να αναγάγει την κρίση στα φαινόμενα, να μιλήσει για συγκεκριμένα πράγματα, περιοχές της ανθρώπινης δραστηριότητας, τα οποία θεωρεί ότι είναι σε κρίση. Κατά καιρούς, συνεπώς, διάφοροι θεσμοί, οργανωτικές μορφές, κοινωνικές καταστάσεις, αξίες ή πρακτικές, περιοχές, πόλεις ή και συνοικίες μπορεί να θεωρηθούν ότι βρίσκονται σε μια κατάσταση κρίσης, σοβαρή ή λιγότερο σοβαρή. Στην περίπτωση αυτή η λέξη «κρίση» συνοδεύεται, σχεδόν πάντοτε, από έναν επιθετικό προσδιορισμό. Λόγου χάρη, μιλάμε για την οικονομική κρίση κι έχουμε στο μυαλό μας την κρίση του χρέους, τη δημοσιονομική κρίση, τον πληθωρισμό, την ανεργία, το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών ή την πτώση των τιμών του χρηματιστηρίου. Μιλάμε για την κρίση του εκπαιδευτικού συστήματος και, βεβαίως, μπορεί ο καθένας να έχει στο μυαλό του κάτι διαφορετικό για το τι είναι το εκπαιδευτικό σύστημα, ποιες είναι οι λειτουργίες του, και για το τι συνιστά την κρίση του. Μιλούσαμε στη δεκαετία του 1980 και του 1990 για την αποβιομηχάνιση και τις συνέπειές της στην κοινωνική οργάνωση και στην οργάνωση του χώρου. Μιλάμε σήμερα περισσότερο για την κρίση του περιβάλλοντος και την ενέργεια. Μιλάμε για την κρίση ταυτότητας, με αναφορά στα κοινωνικά υποκείμενα, την κρίση του θεσμού του γάμου, τη δημογραφική κρίση, την κρίση στη Μέση Ανατολή, τα μεταναστευτικά ρεύματα, την κρίση των πολιτικών κομμάτων, και ούτω καθεξής.[2] 

Αυτή η γενικευμένη «κρισεολογία» έχει ελάχιστα συμβάλει στην κατανόηση των προβλημάτων, πολύ δε περισσότερο στη διατύπωση συγκεκριμένων πολιτικών προτάσεων για την υπέρβαση της κρίσης.[3] Αντιθέτως, όπως παρατηρεί ο R.J. Holton
   «… η έννοια της κρίσης έχει καταστεί τόσο πολύ υπερ-διογκωμένη με ρητορική σημασία, ώστε να έχει απαξιωθεί στην αναλυτική της εξειδίκευση». [4]
Η αδυναμία αυτή του δημόσιου Λόγου οφείλεται στο γεγονός ότι η κρίση ταυτίζεται με τα φαινόμενά της, ως εάν η αρρώστια να ταυτιζόταν με τον πυρετό. Ο πυρετός είναι το φαινόμενο της αρρώστιας, το σύμπτωμα, ο τρόπος με τον οποίο εκδηλώνεται. Δεν είναι, όμως, ο πυρετός η αρρώστια, αρρώστια είναι το αίτιο που προκαλεί τον πυρετό. Κατ’ αναλογία, ο δημόσιος λόγος για την κρίση, καθώς ταυτίζει την κρίση με τον τρόπο με τον οποίο εμφανίζεται και εκδηλώνεται σε διάφορες στιγμές της κοινωνικής ζωής, παραγνωρίζει την ουσία της κρίσης, δηλαδή ότι αυτή η κρίση έχει αίτια, μηχανισμούς που την κάνουν να εκδηλώνεται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Ο δημόσιος λόγος για την κρίση, ταυτίζοντας την κρίση με τα φαινόμενά της, μερικοποιεί την κρίση, αφ’ ενός, και, αφ’ ετέρου της προσδίδει μιαν επικαιρότητα, ένα χαρακτήρα παροδικό: Αν το φαινόμενο παύσει να υπάρχει ή, έστω, μετριασθεί, η κρίση τελειώνει, αν το φαινόμενο εμμείνει, εντάσσεται στην «κανονική ζωή», αποκτά κανονικότητα, ή, σε απλά λόγια, «μάθαμε να ζούμε μαζί του».
Ένα καταλυτικό παράδειγμα κανονικοποίησης των συνεπειών της κρίσης είναι η ανεργία και οι διαστάσεις που έχει προσλάβει εδώ και σχεδόν 40 χρόνια. Οι κοινωνίες της Ευρώπης και της Αμερικής έχουν αποδεχθεί να ζουν με ποσοστά ανεργίας αδιανόητα και απαράδεκτα κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά στις τρεις δεκαετίες που ακολούθησαν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ένα επίπεδο ανεργίας κοντά στο 8% δεν αποτελεί είδηση, παρά το γεγονός ότι στη δεκαετία του 60 θα οδηγούσε σε άμεση παραίτηση της κυβέρνησης, θα ήταν μια αναμφισβήτητη απόδειξη τεράστιας αποτυχίας της οικονομικής πολιτικής. Σήμερα υπάρχουν χώρες που ένα ποσοστό ανεργίας γύρω στο 10%, όχι μόνο θα ήταν καλοδεχούμενο, θα οδηγούσε σε λόγους και κείμενα θριαμβικά. Μάθαμε να ζούμε με την ανεργία, μάθαμε να ζούμε και με τις συνέπειες της ανεργίας, η ανεργία ως φαινόμενο της κρίσης θεωρείται στοιχείο της ομαλής καθημερινής μας ζωής. Οι αυξανόμενες επισφαλείς θέσεις εργασίας αποτελούν ένα ακόμη παράδειγμα κανονικοποίησης των επιπτώσεων της κρίσης. Ανάθεμα στο τέλος του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα, ευθυνόμενες για την ανεργία και τη φτώχεια, όπως με σαφήνεια επισημαίνεται στις έρευνες πεδίου του Booth και τις απόψεις των Beveridge και Marshall, καθίστανται ευλογία στο τέλος του 20ου και στις αρχές του 21ου αιώνα.[5]
Ταυτοχρόνως, η ταύτιση της κρίσης με τα επιμέρους φαινόμενα οδηγεί σε μιαν υπερ-γενικευμένη χρήση της λέξης «κρίση», μια ασυγκράτητη «κρισεολογία». Η έκπτωση της σημασίας της έννοιας «κρίση» προκύπτει τόσο από την καταχρηστική χρήση, όσο και από τη συρρίκνωση της εφαρμογής της στα επιμέρους.
Υπό αυτήν την οπτική, ο δημόσιος Λόγος για την κρίση πρέπει να αντιπαρατεθεί με τον άλλο Λόγο, δηλαδή με αυτόν που σε πολύ γενικές γραμμές θα ονόμαζα «επιστημονικό» Λόγο (discourse) για την κρίση. Θα ορίσω ως επιστημονικό Λόγο για την κρίση την αναζήτηση των αιτίων και των μηχανισμών, που δημιουργούν τις προϋποθέσεις εκδήλωσης της κρίσης και εμφάνισης των συμπτωμάτων της. Ο επιστημονικός Λόγος βασίζεται στη διάκριση μεταξύ φαινομένων και των αιτιωδών σχέσεων που παράγουν τα φαινόμενα. Και πρέπει να αντιπαρατεθεί ο ένας Λόγος προς τον άλλο, όχι μόνον επιστημολογικά, εννοιολογικά ή για λόγους ταξινόμησης, αλλά και από άποψη πολιτική: Ο δημόσιος Λόγος, λόγος κατ’ εξοχήν επικαιρικός, καθώς επικεντρώνεται στα φαινόμενα, καθώς «ξεχνά» ή εντάσσει τα φαινόμενα στην ομαλότητα του συστήματος, τείνει να νομιμοποιήσει την κρίση. Μαθαίνοντας να ζούμε με τα φαινόμενα, μαθαίνουμε να ζούμε, αγνοώντας ή ψηλαφώντας τους απλώς, με τους μηχανισμούς της κρίσης, δηλαδή, με την ίδια την κρίση.
 
Βεβαίως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο καθένας εξ ημών, ως άτομο ή ως μέλος κοινωνικών ομάδων, βιώνει την κρίση ή, ίσως ακόμη, δεν βιώνει την κρίση, και την πιο βαθιά, με έναν δικό του ιδιαίτερο, υποκειμενικό, τρόπο. Ο Habermas έχει αναφέρει σε εκείνο το πρωτοποριακό βιβλίο του για την κρίση νομιμοποίησης[6], ότι «η κρίση δεν μπορεί να διαχωριστεί από την οπτική γωνία αυτού που την υφίσταται», δηλαδή διαθέτουμε ως κοινωνικά υποκείμενα πάντοτε μίαν υποκειμενική αντίληψη της κρίσης, γιατί δεν είναι για όλους η κρίση το ίδιο. Για τον εργαζόμενο η κρίση είναι η ανεργία, η μείωση του μισθού, ο αυξανόμενος αυταρχισμός του εργοδότη, οι αυξανόμενες ώρες εργασίας και η αύξηση των ρυθμών εργασίας, ενώ για τον εργοδότη είναι η μείωση του κέρδους, η απώλεια των αγορών, η αδυναμία χρηματοδότησης, για τον υπουργό οικονομικών είναι τα ελλείμματα του δημοσίου τομέα, η διόγκωση του δημόσιου χρέους και οι δυσκολίες διαχείρισής του, για τον τραπεζίτη είναι η αύξηση της επισφάλειας των δανείων που έχει χορηγήσει, ή και το αντίθετο, η μείωση της δυνατότητας να χορηγεί δάνεια ανεξαρτήτως του βαθμού εξασφάλισης που τα συνοδεύουν και ούτω καθεξής.
Ο εγγενής υποκειμενισμός αντίληψης της κρίσης δεν είναι παρά αποτέλεσμα του γεγονότος ότι η κοινωνία μας δεν είναι ένα ομοιογενές σύνολο, όπου όλοι έχουμε τα ίδια συμφέροντα και βλέπουμε τα πράγματα από την ίδια οπτική γωνία ή ότι οι εξελίξεις μας πλήττουν ή μας ευνοούν το ίδιο. Η κοινωνία μας αποτελείται από κοινωνικές τάξεις, στρώματα ή μορφώματα, σύνολα ανθρώπων που έχουν αντιτιθέμενα συμφέροντα. Το συμφέρον του ενός δεν είναι αυτονόητα και συμφέρον του άλλου. Ταυτοχρόνως, καθώς η κρίση «δεν μπορεί να διαχωριστεί από την οπτική γωνία αυτού που την υφίσταται», ο εγγενής υποκειμενισμός της κρίσης αποτελεί συστατικό της στοιχείο, τουλάχιστον στις θεωρήσεις των κρίσεων που βασίζονται στη θεωρία των συστημάτων και της φαινομενολογικής προσέγγισης. Ο Habermas υποδεικνύει τον εγγενή υποκειμενισμό στη θεώρηση της κρίσης από την οπτική της θεωρίας των συστημάτων, όταν υποστηρίζει ότι
   «Τα συστήματα δεν εμφανίζονται ως υποκείμενα … μόνον υποκείμενα μπορούν να εμπλακούν σε κρίσεις. Συνεπώς, μπορούμε να μιλάμε για κρίσεις μόνον όταν μέλη μιας κοινωνίας βιώνουν τις δομικές μεταβολές ως κρίσιμες για τη συνέχεια της ύπαρξής τους και αισθάνονται την κοινωνική τους ταυτότητα να διακυβεύεται.»[7]
Αλλά και από την οπτική της κριτικής θεωρίας ο M. Horkheimer, γενικεύοντας, χωρίς να εστιάζεται στις συνθήκες κρίσης, επισημαίνει ότι:
   «Η ένταξη των γεγονότων σε έτοιμα εννοιολογικά συστήματα κι η αναθεώρησή τους, με την απλοποίηση ή τον παραμερισμό των αντιφάσεων, αποτελεί … μέρος της γενικής κοινωνικής πρακτικής. Η διαίρεση της κοινωνίας σε ομάδες και τάξεις συνεπάγεται ότι οι θεωρητικές κατασκευές έχουν, ανάλογα με την εκάστοτε προέλευσή τους, διαφορετικές σχέσεις μ’ αυτή τη γενική πρακτική». [8]
Σε άμεση συνάρτηση με το προηγούμενο, θα ήθελα να το υπογραμμίσω ότι ο Λόγος για την κρίση δηλαδή η ερμηνεία της κρίσης και πώς αντιλαμβανόμαστε την κρίση, είναι άσκηση πολιτικής εξουσίας. Ο τρόπος με τον οποίο αναδεικνύουμε τα φαινόμενα της κρίσης, για ποια φαινόμενα μιλάμε, πώς ιεραρχούμε τη σημασία τους, επομένως τι θεωρούμε ότι είναι η κρίση, διαμορφώνει την ημερήσια διάταξη της δημόσιας συζήτησης και πολιτικής και, συνεπώς, περιγράφει το πεδίο αναζήτησης των λύσεων, το πεδίο της πολιτικής.[9] Δεν είναι τυχαίο ότι συχνά οι πολιτικοί αναφέρονται στην ανάγκη να διαμορφωθεί ένα «αφήγημα» για την κρίση, μια πειστική, και όχι κατ’ ανάγκην ορθή, ερμηνεία των γεγονότων και καταστάσεων. Συνήθως το «αφήγημα» περιλαμβάνει ένα διπλό στόχο: την ενοχοποίηση, την απόδοση του «σφάλματος» και την αντιμετώπιση των φαινομένων της κρίσης, ή, σε περίπτωση αποτυχίας, την κανονικοποίηση των φαινομένων.
Στο σημείο αυτό πρέπει να κρατήσουμε ορισμένες αποστάσεις από την άποψη της J. Roitman[10], ότι
   «… οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των ακαδημαϊκών και του απλού κόσμου (popular) αφηγημάτων της κρίσης δεν είναι τόσο αυστηρές όσο υποτίθεται ότι είναι. … Διασταυρώνοντας την ανάγνωση των σχετικών κειμένων μας επιτρέπει να κατανοήσουμε πώς τα τεχνικές πραγματικότητες της χρηματοπιστωτικής κρίσης γίνονται λαϊκή σοφία ή, καλύτερα, άδηλη γνώση.» (2014, σ.5).
 
Ο λόγος για την κρίση, ανεξαρτήτως της ερμηνευτικής του εμβέλειας, καθίσταται λόγος της εξουσίας στο βαθμό που μετασχηματίζεται σε «λαϊκή σοφία» ή «άδηλη (tacit) γνώση». Το ερώτημα, που αποφεύγει να θέσει η Roitman, είναι η επάρκεια των ερμηνειών που αποκτούν τη δύναμη της «λαϊκής σοφίας», δηλαδή της κυρίαρχης αφήγησης της ίδιας της κρίσης.
Και οι τρεις παραπάνω παρατηρήσεις, η κανονικοποίηση (normalisation) των φαινομένων και επιπτώσεων της κρίσης, η υποκειμενικότητα της κρίσης και ο λόγος για την κρίση ως άσκηση πολιτικής εξουσίας θέτουν σημαντικά και συστηματικά εμπόδια στην ανάπτυξη του επιστημονικού Λόγου, στη διερεύνηση των βαθύτερων αιτίων και μηχανισμών. Αντιθέτως ευνοούν την κυριαρχία του Δημόσιου Λόγου, την επικέντρωση στα φαινόμενα και στο πολιτικό patchwork. 
 
Κατά συνέπεια, ο επιστημονικός Λόγος οφείλει να συγκροτηθεί επιχειρώντας να:
· Υπερβεί τον υποκειμενισμό στην αντίληψη της κρίσης εντοπίζοντας τις αντικειμενικές συνθήκες και μηχανισμούς που καθορίζουν την παραγωγή και εκδήλωση της κρίσης. [11]
· Ανατρέψει την διαδικασία «κανονικοποίησης» των επιπτώσεων της κρίσης, επισημαίνοντας, ταυτοχρόνως, τη μονιμότητα των αφανών κρισεογόνων μηχανισμών.
· Τοποθετηθεί αποφασιστικά εντός του πεδίου της πολιτικής, προσπαθώντας να επηρεάσει την πολιτική θεματολογία και προσφέροντας ένα σαφές και συνεκτικό «αφήγημα» της κρίσης.
 
Για να κατανοήσουμε το τι ακριβώς συμβαίνει με την κρίση, ποια είναι τα αίτια, ποιες είναι οι επιπτώσεις, πώς εμφανίζεται, γιατί εμφανίζεται, γιατί σε αυτό το χρόνο και όχι σε μια άλλη χρονική στιγμή ή περίοδο, έχουμε ανάγκη από μία επιστημονική προσέγγιση, η οποία να είναι αποτελεσματική στην ερμηνεία των φαινομένων και κατ’ ανάγκην σύνθετη και διεισδυτική. Η ανάπτυξη μιας τέτοιας προσέγγισης οφείλει να θέσει ερωτήματα καίρια, να αποσαφηνίσει θεωρητικά το πεδίο πάνω στο οποίο θα στηριχθεί και ταυτόχρονα να αποσαφηνίσει τις μεθοδολογικές προσεγγίσεις που θα ακολουθήσει. 
[1] R. Koselleck, “Crisis”. 2006, Journal of the History of Ideas.

[2] Ο R. Koselleck, “Crisis”. 2006, Journal of the History of Ideas, σ. 399, αναφέρεται σε μελέτη της R. Bebermayer, η οποία καταμέτρησε το 1980 στους τίτλους των ειδήσεων 200 διαφορετικά νοηματικά πλαίσια με τον όρο «κρίση». Ο Koselleck σχολιάζει σχετικά: «Η έννοια της κρίσης, η οποία είχε τη δύναμη κάποτε να θέτει αναπόδραστες, σκληρές και μη διαπραγματεύσιμες εναλλακτικές επιλύσεις, έχει μετασχηματιστεί ώστε να εναρμονίζεται με τις αβεβαιότητες ο,τιδήποτε μας αρέσει σε μια δεδομένη στιγμή. Μια τέτοια τάση προς την έλλειψη ακρίβειας και ασάφειας, όμως, μπορεί να ιδωθεί ως το σύμπτωμα μιας ιστορικής κρίσης, η οποία δεν μπορεί ακόμα να εκτιμηθεί πλήρως».

[3] Α. Δεδουσόπουλος, «Για την Κρίση», 1985, Ο ΠΟΛΙΤΗΣ. Ομολογώ ότι έχω αντιφατικά συναισθήματα επαναλαμβάνοντας αυτή την πρόταση μετά από 30 χρόνια. Χρησιμοποίησα τον όρο περισσότερο με απαξιωτικό περιεχόμενο, αναφερόμενος στον δημόσιο λόγο για την κρίση. Ο E. Marin είχε ήδη χρησιμοποιήσει τον όρο «crisology» για να αναφερθεί στην επιστημονική ενασχόληση με την κρίση ως διακριτού αντικειμένου. E. Marin, “Pour une crisologie”, 1976, Communications, όπως αναφέρεται στο M. Wieviorka, “Financial Crisis or Societal Mutation?”, στο M. Castells, J. Caraca, G. Cardoso (eds), Aftermath: The Cultures of the Economic Crisis, 2012, Oxford Un. Press, σ. 95.

[4] R. J. Holton, “The Idea of Crisis in Modern Society”, 1987, British Journal of Sociology, σ. 503.

[5] Δες Α. Δεδουσόπουλος, Η Κρίση στην Αγορά Εργασίας, Τόμος Α, Θεωρίες της Ανεργίας, 2000, Τυπωθήτω – Γ. Δαρδανός, Μέρος 2ο, Κεφάλαιο 2ο .

[6] J. Habermas, Legitimation Crisis, 1976, Heinemann σ. 1.

[7] J. Habermas, Legitimation Crisis, 1976, Heinemann σ. 3.

[8] M. Horkheimer, Παραδοσιακή και Κριτική Θεωρία, (1937), στο Φιλοσοφία και Κοινωνική Κριτική, 1984, Ύψιλον, μετ. Α. Οικονόμου – Ζ. Σαρίκα, σ. 25.

[9] Δες και St. Lukes, Εξουσία: Μια Ριζοσπαστική Θεώρηση, 2007, Σαββάλας, Κεφ. 1, σ. 98 κε,

[10] J. Roitman, Anti-Crisis, 2014, Duke Un. Press. [11] Ο J. Habermas επισημαίνει το αδιέξοδο των προσεγγίσεων που βασίζονται στη συνειδητή υποκειμενικότητα της κρίσης από τους σύγχρονους ανθρώπους «Μια κοινωνία δεν βυθίζεται στην κρίση, όταν και μόνον όταν, τα μέλη της ταυτοποιούν την κατάσταση μ’ αυτόν τον τρόπο. Πώς θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τέτοιας μορφής ιδεολογίες της κρίσης από έγκυρες εμπειρίες της κρίσης, αν οι κοινωνικές κρίσεις μπορούν να προσδιοριστούν μόνο με αναφορά στα συνειδητοποιημένα φαινόμενα;» J. Habermas, Legitimation Crisis, 1976, Heinemann σ. 4.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου