Του Γιώργου Μπάλια*
Είναι κοινός τόπος ότι η προστασία του περιβάλλοντος αποτελεί ένα από τα βασικά αξιακά χαρακτηριστικά, που προσδιορίζουν τη φυσιογνωμία ενός αριστερού κόμματος. Όπως, μάλιστα, επισημαίνει ο Πωλ Μέϊσον (The Guardian, 21.12.2015), η σύγχρονη ριζοσπαστική αριστερά διαφοροποιείται από τις άλλες πολιτικές δυνάμεις στο στρατηγικό στόχο, που δεν είναι άλλος από την περιβαλλοντική προστασία (όπως στο παρελθόν ήταν ο κεντρικός σχεδιασμός). Πράγματι, αν ανατρέξει κανείς στα σχετικά κείμενα του ΣΥΡΙΖΑ, θα διαπιστώσει αβίαστα ότι αντανακλάται σε αυτά η παραπάνω οπτική.
Ενώ έτσι έχουν τα πράγματα σε σχέση με το κόμμα, δεν συμβαίνει το ίδιο με την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Ένας περίπου χρόνος από την ανάληψη της εξουσίας είναι αρκετός για να προβούμε σε ένα πρώτο απολογισμό. Ο απολογισμός λοιπόν -για να χρησιμοποιήσουμε μια παλαιά έκφραση- δεν είναι συνολικά θετικός, θα γίνει δε συνολικά αρνητικός αν συνεχίσει την ίδια πορεία. Όπως είναι κατανοητό, δεν είναι δυνατόν στο πλαίσιο αυτού του άρθρου να γίνει αναλυτική αναφορά στα πεπραγμένα της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ σχετικά με το περιβάλλον και την προστασία του. Θα περιοριστούμε, λοιπόν, σε μερικές λίγο-πολύ εμβληματικές περιπτώσεις, που δίνουν το στίγμα της εν λόγω πολιτικής και δικαιολογούν το προαναγγελόμενο συμπέρασμα.
Κλιματική αλλαγή
Η κλιματική αλλαγή δεν είναι απλώς ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα λαοί και κυβερνήσεις. Εξ αιτίας του πλανητικού χαρακτήρα των αιτίων και των επιπτώσεών της, συνιστά ταυτόχρονα και μια πρόκληση για την αλλαγή της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής τάξης στον πλανήτη. Η Συμφωνία για το κλίμα που ψηφίστηκε στο Παρίσι τον Δεκέμβριο 2015 αποτελεί ένα μείζον γεγονός και μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία γι’ αυτή την αλλαγή. Ο ΣΥΡΙΖΑ με κείμενο που υιοθέτησε η Πολιτική Γραμματεία (Νοέμβριος 2015) ανέδειξε τη σπουδαιότητα του ζητήματος και αναλυτικά προσδιόρισε τους συγκεκριμένους στόχους για μια νέα οικονομία χαμηλού άνθρακα. Να σημειωθεί ότι ήταν το μόνο κόμμα στην Ελλάδα που δημοσίευσε ένα εκτενές και περιεκτικό κείμενο ενόψει της Διάσκεψης του Παρισιού.
Από την πλευρά της η κυβέρνηση επέδειξε ασύγγνωστη αδράνεια στο συγκεκριμένο γεγονός. Ειδικότερα, το καθ’ ύλην αρμόδιο Υπουργείο Περιβάλλοντος ούτε απλή ανακοίνωση για το θέμα δεν εξέδωσε. Αν μάλιστα ανατρέξει κανείς στην ιστοσελίδα του Υπουργείου, θα διαπιστώσει ότι σχεδόν τα πάντα, σχετικά με την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, σταματούν περίπου στο 2010! Έτσι, σύμφωνα με το Υπουργείο δεν υπήρξε Διάσκεψη στο Παρίσι, ούτε έχουν διατυπωθεί μετά το 2010 προτάσεις από την ΕΕ ή από άλλα κράτη μέλη για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής (που όντως υπάρχουν και μάλιστα είναι αρκετές και εξαιρετικά ενδιαφέρουσες). Σχετικά με την εν λόγω αντιμετώπιση, το Υπουργείο περιορίζεται στην εθνική στρατηγική για τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, η οποία όμως αφορά στην περίοδο 2000-2010! Αναφορικά με τη στρατηγική προσαρμογής, η πρόταση που κατέθεσε το Υπουργείο δεν είναι ουσιαστικά τίποτε άλλο, παρά η κατατεθείσα -ήδη από το 2007- πρόταση από την Τράπεζα της Ελλάδος.
Η αδράνεια, όμως, της κυβέρνησης δεν περιορίζεται μόνο σε αυτά που αναφέρθηκαν. Σε αντίθεση με πολλά άλλα κράτη μέλη, δεν υιοθέτησε δεσμευτικούς στόχους για την ανάπτυξη των ΑΠΕ και την προοδευτική απομείωση της χρήσης ορυκτών καυσίμων. Πολλά κράτη μέλη της ΕΕ (Γαλλία, Γερμανία, Βέλγιο, Ολλανδία, Ιταλία κλπ) ήδη από το 2013-2014 υιοθέτησαν «εθνικές στρατηγικές χαμηλού άνθρακα» για την περίοδο 2015-2028 με κείμενα που είναι νομικά δεσμευτικά. Αντίθετα, στην Ελλάδα η μόνη νομικά δεσμευτική πρόταση είναι η δημιουργία νέων μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με καύση λιγνίτη. Όσο για τις ΑΠΕ, η ανάπτυξή τους γίνεται άναρχα, χωρίς σχέδιο, σε πολλές δε περιπτώσεις καθ’ υπερβολή, με μοναδικό σκοπό το κέρδος (οι λεγόμενες ΒΑΠΕ που συναντούν -δικαίως- τη σφοδρή αντίδραση των τοπικών κοινωνιών).
Η έλλειψη δεσμευτικών στόχων για την ανάπτυξη ΑΠΕ αναπληρώνεται από μια ακατανόητη εμμονή στην πολιτική των αγωγών μεταφοράς φυσικού αερίου και πετρελαίου. Παρατηρούμε ότι το Υπουργείο (τόσο υπό την προηγούμενη όσο και υπό τη σημερινή πολιτική ηγεσία) προκρίνει την πολιτική της ανάδειξης της χώρας ως ενεργειακού κόμβου με την ανάπτυξη των αγωγών. Αυτό, όμως, κάθε άλλο παρά συμβάλλει στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, απεναντίας την επιδεινώνει. Άλλωστε, αυτός είναι και ο λόγος που ο πρόεδρος Ομπάμα εγκατέλειψε αυτή την πολιτική και αρνήθηκε -πρόσφατα- την εγκατάσταση στο έδαφος των ΗΠΑ αγωγού μεταφοράς πετρελαίου (βλ. την πρόσφατη απαγόρευση του αγωγού Keystone).
Η διαχείριση των αποβλήτων
Ένα από τα σημαντικότερα περιβαλλοντικά προβλήματα διεθνώς και το σημαντικότερο, ίσως, στη χώρα μας είναι η διαχείριση των αποβλήτων. Αξίζει, κατ’ αρχάς, να σημειωθεί ότι η διαχείριση των αποβλήτων αποτέλεσε έναν από τους βασικότερους τομείς πολιτικής που επικεντρώθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ, τόσο στο επίπεδο των τελευταίων περιφερειακών εκλογών, όσο και σ’ αυτό των εθνικών. Η πολιτική πρότασή του, έτσι όπως αποτυπώθηκε στο προεκλογικό του πρόγραμμα και στις ειδικότερες επεξεργασίες του τμήματος οικολογίας και περιβάλλοντος, ήταν απλή και σαφής: δημόσιος χαρακτήρας της διαχείρισης των αποβλήτων, η οποία θα στηρίζεται στην ισχύουσα νομοθεσία, με έμφαση στη διαλογή στην πηγή, στην ανακύκλωση και στην αξιοποίηση. Με άλλες λέξεις, η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί τομή σε σχέση με την ακολουθούμενη πολιτική που στηρίζονταν στην εμπλοκή των ιδιωτικών εταιριών, μέσω των περίφημων ΣΔΙΤ και στην επιλογή για διαχείριση των σύμμεικτων αποβλήτων.
Για να γίνει αντιληπτό, η διαχείριση των σύμμεικτων αποβλήτων είναι επωφελής μόνο για τις εμπλεκόμενες εταιρίες, καθώς τα κέρδη τους είναι άμεσα συνυφασμένα με τις εισερχόμενες ποσότητες των εν λόγω αποβλήτων (όσο περισσότερες τόσο μεγαλύτερα κέρδη). Ενώ αυτό είναι καλό για τις εταιρίες, είναι κακό για το περιβάλλον και τη δημόσια υγεία. Επιπλέον, είναι και παράνομο, διότι η ισχύουσα νομοθεσία απαιτεί ιεράρχηση στη διαχείριση των αποβλήτων, που ξεκινά με τη μείωση των παραγόμενων ποσοτήτων και συνεχίζεται με την επαναχρησιμοποίηση, την ανακύκλωση, την ενεργειακή αξιοποίηση και την τελική διάθεση. Ο σεβασμός, λοιπόν, στη νομοθεσία δεν συμφέρει τις εταιρίες, γιατί εάν τηρηθεί η ιεράρχηση δεν υπάρχει έδαφος για διαχείριση σύμμεικτων αποβλήτων, δηλαδή για προσπορισμό υπερκερδών. Να σημειωθεί ότι -πράγμα που αναγνωρίζει και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή- με τη διαχείριση των αποβλήτων ασχολούνται οι πιο παραβατικές μερίδες του κεφαλαίου, ακριβώς επειδή τα κέρδη είναι τεράστια και συνδέονται κατά κανόνα με την παραβίαση της νομοθεσίας.
Ενώ αυτά είναι τα δεδομένα και αυτή η θέση του ΣΥΡΙΖΑ, όπως περιγράφηκε παραπάνω, η κυβερνητική πολιτική φαίνεται ότι κινείται στον αντίποδα. Συγκεκριμένα, η πρώτη συμφωνία για ΣΔΙΤ στον τομέα της διαχείρισης των αποβλήτων υπογράφηκε πριν από μερικούς μήνες (αφορά στη διαχείριση των αποβλήτων της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας), χωρίς η κυβέρνηση να προβάλει την παραμικρή αντίδραση, παρά το ότι είχε υποχρέωση να το πράξει, καθόσον η εν λόγω συμφωνία δεν τηρεί τις προϋποθέσεις της κείμενης νομοθεσίας. Περαιτέρω, πριν από λίγες ημέρες στις 30 Δεκεμβρίου, στην πρώτη συνεδρίαση της Διυπουργικής Επιτροπής Συντονισμού Μεγάλων Έργων Υποδομής για το Έργο Διαχείρισης Απορριμμάτων της Περιφέρειας Πελοποννήσου «αποφασίστηκε να συνεχιστεί η τριμερής διαπραγμάτευση μεταξύ της κυβέρνησης του προσωρινού αναδόχου του έργου και των εμπλεκομένων τραπεζών στη βάση των τεσσάρων όρων που συζητήθηκαν από την Επιτροπή. Οι όροι αυτοί είναι να χωροθετηθούν 2 επί πλέον μονάδες, να μειωθεί η συνολική δυναμικότητα των μονάδων, να μειωθεί η διάρκεια της Σύμβασης και να μειωθεί η τιμή (gate fee).»
Αυτό, λοιπόν, που αποφασίστηκε δεν είναι τίποτε άλλο παρά η συνέχιση της ίδιας πολιτικής (διαχείριση συμμείκτων αποβλήτων με σχεδόν αποκλειστικό βάρος στην κατασκευή ΧΥΤΑ), ανατρέποντας έτσι την επιβαλλόμενη από τη νομοθεσία ιεράρχηση, στην οποία η τελική διάθεση σε ΧΥΤΑ είναι το τελευταίο στάδιο της ιεραρχημένης διαχείρισης και όχι το πρώτο. Να σημειωθεί ότι η κυβέρνηση προσανατολίζεται να κινηθεί, επίσης, προς την ίδια κατεύθυνση (δηλαδή στην επιλογή ΣΔΙΤ και διαχείριση συμμείκτων αποβλήτων) στην Ηλεία, στην Ήπειρο και στις Σέρρες.
Άξια μνείας είναι η περίπτωση της Αττικής. Θυμόμαστε όλοι τους αγώνες του κινήματος στην Αττική (Κερατέα, Γραμματικό, Φυλή) για την αποτροπή του σχεδιαζόμενου προγράμματος διαχείρισης των αποβλήτων με τις κοστοβόρες φαραωνικές εγκαταστάσεις κυρίως στο Γραμματικό και στη Φυλή. Ο ΣΥΡΙΖΑ στήριξε τους αγώνες, μάλιστα δε στις τελευταίες περιφερειακές εκλογές το ζήτημα αυτό αποτέλεσε το βασικό διακύβευμα της εκλογικής μάχης. Ωστόσο, η κυβέρνηση κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Αντί να επαναπροσδιορίσει το ζήτημα ως όφειλε, τον περασμένο Δεκέμβριο προέβη δια του αρμοδίου υπουργού στην ανανέωση της έγκρισης των περιβαλλοντικών όρων του ΧΥΤΑ Γραμματικού, τη στιγμή μάλιστα, που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί να της επιστραφούν τα χρήματα που διέθεσε για την κατασκευή του επικαλούμενη παραβιάσεις της περιβαλλοντικής νομοθεσίας.
Το ζήτημα των Γενετικά Τροποποιημένων Οργανισμών (ΓΤΟ)
Οι ΓΤΟ αποτελούν την πλέον αντιπροσωπευτική περίπτωση νέας τεχνολογίας, η οποία συμπυκνώνει ζητήματα προστασίας του περιβάλλοντος, συγκέντρωσης τεράστιας (οικονομικής και πολιτικής) εξουσίας λίγων εταιριών βιοτεχνολογίας και διατροφικής κυριαρχίας. Για το λόγο αυτό, εδώ και δεκαετίες, είναι ένα από τα κεντρικά ζητήματα που απασχολούν το διεθνές περιβαλλοντικό κίνημα. Στην ΕΕ, παρά τις αυστηρές ρυθμίσεις, οι ΓΤΟ είναι σημείο έντονων αντιπαραθέσεων μεταξύ των κρατών μελών από τη μια πλευρά και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από την άλλη. Μπροστά στο αδιέξοδο που έχει δημιουργηθεί, η Επιτροπή πρότεινε την αλλαγή του νομοθετικού καθεστώτος δίνοντας στα κράτη μέλη αυξημένες εξουσίες.
Η νέα οδηγία ψηφίστηκε την άνοιξη του 2015, με την ευρωπαϊκή αριστερά και τους Πράσινους να την καταψηφίζουν στο Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο με το επιχείρημα ότι ενισχύει τις θέσεις των εταιριών βιοτεχνολογίας. Αρκετά κράτη μέλη, μεταξύ των οποίων η Γερμανία, η Γαλλία και το Βέλγιο, έχουν αρχίσει συζητήσεις για να μην μεταφερθεί η οδηγία στα εθνικά δίκαια, εμμένοντας στην άποψη ότι τα προβλήματα θα οξυνθούν. Τον Οκτώβρη 2015 στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο η Επιτροπή Περιβάλλοντος με συντριπτική πλειοψηφία ζήτησε από την Επιτροπή να αποσύρει την πρόταση τροποποίησης του κανονισμού 1829/2003 για τα ΓΤ Τρόφιμα. Η εν λόγω πρόταση είναι πανομοιότυπη με τη νέα οδηγία 2015/414. Εάν υπάρξει απόφαση για απόσυρση της πρότασης τροποποίησης του κανονισμού από την ολομέλεια του ΕΚ σε λίγες ημέρες (πράγμα εξαιρετικά πιθανό), θα ανακύψει ζήτημα με την εν λόγω οδηγία, καθόσον οι αιτήσεις για έγκριση γίνονταν μέχρι τώρα σωρευτικά και με τα δύο καθεστώτα (οδηγία και Κανονισμό).
Ενώ βρίσκονται σε εξέλιξη όλα τα παραπάνω, το ελληνικό υπουργείο περιβάλλοντος (πρώτο αυτό σε όλη της ΕΕ) συνέταξε νομοσχέδιο με το οποίο ενσωματώνει στο εθνικό δίκαιο τη νέα οδηγία και το κατέθεσε για διαβούλευση. Η ανάληψη αυτής της πρωτοβουλίας από την πλευρά της κυβέρνησης είναι ακατανόητη, διότι, όπως ήδη τονίστηκε, πρόκειται για μια οδηγία για την οποία έχουν διατυπωθεί επιφυλάξεις ή και αρνήσεις και μάλιστα όχι μόνο από την αριστερά και τους πράσινους, αλλά από ευρύτερες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις. Μία λύση, λοιπόν, υπάρχει: να αποσυρθεί αμέσως το νομοσχέδιο και να συμμετάσχει η κυβέρνηση στις σχετικές συζητήσεις με τα άλλα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα της ΕΕ για μια διαφορετική προσέγγιση του μεγάλου αυτού ζητήματος.
Είναι γνωστό όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και διεθνώς ότι οι εξορύξεις στις Σκουριές συνιστούν ένα από τα μεγαλύτερα περιβαλλοντικά εγκλήματα που συντελούνται αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη και όχι μόνο. Γι’ αυτό το λόγο πουθενά αλλού στην Ευρώπη δεν έχει αδειοδοτηθεί έργο τέτοιων διαστάσεων, παρά τις κατά καιρούς προσπάθειες των μεγαλύτερων παγκοσμίως εταιριών.
Για τις Σκουριές Χαλκιδικής
Γύρω από αυτή την υπόθεση έχει αναπτυχθεί ένα πολύμορφο κίνημα πολιτών με κύριο χαρακτηριστικό την ωριμότητά του και την άρθρωση υπεύθυνου πολιτικού και επιστημονικού λόγου απέναντι στη συντελούμενη καταστροφή. Ο ΣΥΡΙΖΑ στήριξε τους αγώνες του κινήματος, υιοθετώντας, μεταξύ των άλλων, ψήφισμα στην ΚΕ, ο δε πρωθυπουργός συμπεριέλαβε το ζήτημα αυτό στις πρώτες προγραμματικές δηλώσεις.
Ενώ θα περίμενε κανείς να υλοποιηθούν οι δεσμεύσεις και εξαγγελίες για την παύση των εργασιών στις Σκουριές, δυστυχώς συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Η εταιρία συνεχίζει το καταστροφικό της έργο παρά τις διαπιστώσεις σωρείας παραβάσεων από τους επιθεωρητές περιβάλλοντος διαρκώς από τον Ιανουάριο του 2015 μέχρι και σήμερα. Μπροστά σ’ αυτή την πραγματικότητα, το αρμόδιο υπουργείο Περιβάλλοντος (τόσο υπό την προηγούμενη όσο και υπό την τωρινή πολιτική ηγεσία) ασχολήθηκε και ασχολείται με δευτερεύουσας σημασίας θέματα που αφορούν στην εφαρμογή των τεχνικών μελετών και δεν ασχολήθηκε με αυτό που έπρεπε, δηλαδή με την ανάκληση της απόφασης έγκρισης των περιβαλλοντικών όρων, που αποτελεί τη βάση της νομιμοποίησης όλων των εργασιών της εταιρίας.
Έτσι, διαρκούντος του 2015 εκδίδονται διάφορες υπουργικές αποφάσεις, πλην όμως δευτερεύουσας σημασίας που δεν θίγουν τον πυρήνα του προβλήματος, με αποτέλεσμα να ξετυλίγεται ένα γαϊτανάκι χωρίς τελειωμό: η πολιτική ηγεσία του υπουργείου διαβεβαιώνει ότι με τις εν λόγω αποφάσεις προσπαθεί να λύσει το πρόβλημα, στη συνέχεια οι παραπάνω αποφάσεις οδηγούνται στο ΣτΕ το οποίο με τη σειρά του τις αναπέμπει στο υπουργείο και έτσι κλείνει ο ένας κύκλος για να ανοίξει ένας άλλος με μοναδική σταθερά τη μη επίλυση του προβλήματος. Πρέπει επιτέλους να τεθεί τέρμα σε αυτό το αδιέξοδο και να υλοποιηθεί η πρόταση του κινήματος: Να ανακληθεί η απόφαση έγκρισης των περιβαλλοντικών όρων σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία. Αλλά γι’ αυτό χρειάζεται η πολιτική πρωτοβουλία από την κυβέρνηση.
Οι παραπάνω περιπτώσεις είναι οι πιο αντιπροσωπευτικές της άσκησης της κυβερνητικής πολιτικής στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος μεταξύ πολλών άλλων με παρόμοιας φύσης προβλήματα (όπως είναι οι τομείς της προστασίας της βιοποικιλότητας, των υδατικών πόρων, των παράκτιων ζωνών ή της αποκατάστασης της ρύπανσης στον Ασωπό κλπ). Δίνουν, όμως, μια σαφή εικόνα στην οποία δεν υπάρχει αυτό που θέλουμε. Αν συνεχίσει έτσι, στην εικόνα θα υπάρχει αυτό που δεν θέλουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου