"Εμείς και η σοσιαλδημοκρατία"
Βεβαίως, ο καιροσκοπισμός είναι οργανικό στοιχείο της μετα-μοντέρνας πραγματικότητας, το οποίο δεν αφήνει αλώβητη την Αριστερά. Ας δεχτούμε όμως –γιατί πράγματι είναι έτσι- ότι οι διακυμάνσεις στην πολιτική της «αυθεντικής» Αριστεράς, όπως αυτή εκφράζεται από τον ΣΥΡΙΖΑ, τους Podemos, ή το Die Linke, δεν αναιρούν το μακροπρόθεσμο, οραματικό της στόχο, αλλά αποτελούν, άλλοτε επιβεβλημένες και άλλοτε ατυχείς, προσπάθειες προσαρμογής της τακτικής της στις τοπικές συνθήκες, που δεν έχουν σχέση με το «συστηματικό» καιροσκοπισμό της σοσιαλδημοκρατίας. Αν ήταν μόνο αυτό, πάλι θα έπρεπε η «συνεπής» Αριστερά να προσπαθεί να φρονηματίσει τη σοσιαλδημοκρατία, ανοίγοντας χώρο για τη επαναφορά της στο «σωστό δρόμο». Ας μη γελιόμαστε όμως. Αυτό που περιγράφεται σήμερα ως σοσιαλδημοκρατία, στην Ευρώπη και αλλού, δεν είναι ένα «παραπλανημένο» πολιτικό ρεύμα, αλλά μια παράταξη της οποίας ο καιροσκοπισμός αποτελεί πλέον συστατικό και καταστατικό στοιχείο. Για αυτό και δεν θα πρέπει να εκπλαγούμε αν οι ευρωπαίοι «σοσιαλιστές», που σήμερα εφαρμόζουν μια καθαρά νεοφιλελεύθερη πολιτική, εμφανιστούν αύριο ως αρχιερείς της αλλαγής και της δημοκρατικής επανίδρυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στα πρότυπα του 1970.
Το ερώτημα είναι αν η Αριστερά μπορεί ή πρέπει να συνεργασθεί με αυτή την εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας και, αν ναι, με τι κόστος. Η διαπλοκή και οι δεσμεύσεις των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων σε υπερ-εθνικά διευθυντήρια, που διαχειρίζονται τις ευρωπαϊκές υποθέσεις με βάση το τι συμβαίνει στις διεθνείς αγορές, δεν αφήνει περιθώρια στρατηγικών συγκλίσεων. Στην αντίθετη περίπτωση, ο κινηματικός χαρακτήρας της Αριστεράς και η σταθερή αναφορά της στις δυνάμεις της εργασίας θα χαθούν μέσα στον χυλό μιας καιροσκοπικής πολιτικής, όπως άλλωστε έχει συμβεί σε μια σειρά χώρες. Βεβαίως, είναι άλλο πράγμα οι στρατηγικές συγκλίσεις με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και τελείως διαφορετικό η ενσωμάτωση «μετανοημένων» στελεχών που προέρχονται από το σοσιαλδημοκρατικό χώρο. Εκεί, θα ήταν ασυγχώρητος σεχταρισμός να θέσει κανείς εμπόδια, εν ονομάτι μιας ιδεολογικής «καθαρότητας». Όπως εξηγήθηκε στην αρχή, μας αρέσει – δεν μας αρέσει, θεμελιώδεις ιδεολογικές διαφορές ανάμεσα στη σύγχρονη Αριστερά και την ιστορική σοσιαλδημοκρατία δεν υπάρχουν πια.
Του Σπύρου Γεωργάτου
Οσο αιρετικό και αν ακούγεται, στην πραγματικότητα τα περισσότερα
αριστερά κόμματα -συμπεριλαμβανομένων πολλών από εκείνα που εξακολουθούν
να αυτο-αποκαλούνται «κομμουνιστικά»- έχουν σιωπηλά προσχωρήσει στις
θέσεις της Β’ Διεθνούς, δηλαδή της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας. Αν και ο
σοσιαλισμός παραμένει ένας οραματικός στόχος τους, τρία σημαντικά
στοιχεία διαφοροποιούν τη σύγχρονη Αριστερά από εκείνα τα κόμματα που
ακολουθούν ακόμα την παράδοση της Γ’ Διεθνούς.
Το πρώτο είναι η επιλογή της σταδιακής εξέλιξης του δεδομένου συστήματος μέσα στο συνεχές μεταρρύθμιση-ρήξη-ανατροπή και όχι η αλλαγή του με «κατάληψη των χειμερινών ανακτόρων». Το δεύτερο είναι το όραμα ενός σοσιαλισμού με δημοκρατία και ελευθερία, δηλαδή η διατήρηση του πολυκομματικού συστήματος και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Και το τρίτο στοιχείο είναι η επιλογή πολιτικής αυτο-οργάνωσης με πολυφωνία, μακριά από τα πρότυπα του «κόμματος νέου τύπου».
Έχοντας κάνει αυτές τις θεμελιώδεις επιλογές, η Αριστερά δεν δικαιούται να ορθώνει ένα αδιαπέραστο ιδεολογικό φράγμα απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία. Το αντίθετο μάλιστα. Θα έπρεπε να τείνει προς τη γεφύρωση του ιστορικού σχίματος, που συνέβη πριν περίπου έναν αιώνα, και να επιδιώκει την ενοποίηση των δυνάμεων που αντιπροσωπεύουν την εργασία στον αγώνα που δίνουν για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους. Όλα αυτά, βέβαια, θα έπρεπε να συμβαίνουν αν ο ιστορικός χρόνος είχε παγώσει και η σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία είχε ακολουθήσει τα χνάρια της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας, όπως τη γνωρίσαμε στη Γερμανία, τη Γαλλία και αλλού. Αυτό, όμως, δεν συνέβη.
Το πρώτο είναι η επιλογή της σταδιακής εξέλιξης του δεδομένου συστήματος μέσα στο συνεχές μεταρρύθμιση-ρήξη-ανατροπή και όχι η αλλαγή του με «κατάληψη των χειμερινών ανακτόρων». Το δεύτερο είναι το όραμα ενός σοσιαλισμού με δημοκρατία και ελευθερία, δηλαδή η διατήρηση του πολυκομματικού συστήματος και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Και το τρίτο στοιχείο είναι η επιλογή πολιτικής αυτο-οργάνωσης με πολυφωνία, μακριά από τα πρότυπα του «κόμματος νέου τύπου».
Έχοντας κάνει αυτές τις θεμελιώδεις επιλογές, η Αριστερά δεν δικαιούται να ορθώνει ένα αδιαπέραστο ιδεολογικό φράγμα απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία. Το αντίθετο μάλιστα. Θα έπρεπε να τείνει προς τη γεφύρωση του ιστορικού σχίματος, που συνέβη πριν περίπου έναν αιώνα, και να επιδιώκει την ενοποίηση των δυνάμεων που αντιπροσωπεύουν την εργασία στον αγώνα που δίνουν για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους. Όλα αυτά, βέβαια, θα έπρεπε να συμβαίνουν αν ο ιστορικός χρόνος είχε παγώσει και η σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία είχε ακολουθήσει τα χνάρια της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας, όπως τη γνωρίσαμε στη Γερμανία, τη Γαλλία και αλλού. Αυτό, όμως, δεν συνέβη.
Καιροσκοπικός χαρακτήρας
Η πολιτική που ακολουθούν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα σήμερα δεν
προσδιορίζεται πια με συγκεκριμένους προγραμματικούς και
ιδεολογικο-πολιτικούς όρους και έχει έντονο το στοιχείο του
καιροσκοπισμού. Για αυτό και οι επιμέρους εκφράσεις της διαφέρουν
παρασάγγας μεταξύ τους: Άλλο το Σοσιαλιστικό Κόμμα Πορτογαλίας, άλλο το
SPD, άλλο το Δημοκρατικό Κόμμα της Ιταλίας. Ο καιροσκοπικός χαρακτήρας
της πολιτικής που ακολουθούν τα λεγόμενα «σοσιαλιστικά» ή «εργατικά»
κόμματα, δεν επιτρέπει στρατηγικές συγκλίσεις, γιατί κανείς δεν μπορεί
να προβάλει και να προεκτείνει τις σημερινές επιλογές τους στο μέλλοντα
χρόνο.
Βεβαίως, ο καιροσκοπισμός είναι οργανικό στοιχείο της μετα-μοντέρνας πραγματικότητας, το οποίο δεν αφήνει αλώβητη την Αριστερά. Ας δεχτούμε όμως –γιατί πράγματι είναι έτσι- ότι οι διακυμάνσεις στην πολιτική της «αυθεντικής» Αριστεράς, όπως αυτή εκφράζεται από τον ΣΥΡΙΖΑ, τους Podemos, ή το Die Linke, δεν αναιρούν το μακροπρόθεσμο, οραματικό της στόχο, αλλά αποτελούν, άλλοτε επιβεβλημένες και άλλοτε ατυχείς, προσπάθειες προσαρμογής της τακτικής της στις τοπικές συνθήκες, που δεν έχουν σχέση με το «συστηματικό» καιροσκοπισμό της σοσιαλδημοκρατίας. Αν ήταν μόνο αυτό, πάλι θα έπρεπε η «συνεπής» Αριστερά να προσπαθεί να φρονηματίσει τη σοσιαλδημοκρατία, ανοίγοντας χώρο για τη επαναφορά της στο «σωστό δρόμο». Ας μη γελιόμαστε όμως. Αυτό που περιγράφεται σήμερα ως σοσιαλδημοκρατία, στην Ευρώπη και αλλού, δεν είναι ένα «παραπλανημένο» πολιτικό ρεύμα, αλλά μια παράταξη της οποίας ο καιροσκοπισμός αποτελεί πλέον συστατικό και καταστατικό στοιχείο. Για αυτό και δεν θα πρέπει να εκπλαγούμε αν οι ευρωπαίοι «σοσιαλιστές», που σήμερα εφαρμόζουν μια καθαρά νεοφιλελεύθερη πολιτική, εμφανιστούν αύριο ως αρχιερείς της αλλαγής και της δημοκρατικής επανίδρυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στα πρότυπα του 1970.
Χωρίς περιθώρια σύγκλισης
Υπάρχουν αρκετές ενδείξεις ότι ο καιροσκοπισμός της ευρωπαϊκής
σοσιαλδημοκρατίας έχει μεγάλη σχέση με τους ανταγωνισμούς που
αναπτύσσονται στα πλαίσια της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και της
λυκοσυμμαχίας που λέγεται Ευρωπαϊκή Ένωση. Η νομιμοποίηση αυτής της
πολιτικής, που δεν στηρίζεται πια σε εύρωστες και μαζικές εργατικές
ενώσεις, αλλά αποκλειστικά στις άρχουσες ελίτ, κάνει απαραίτητη τη
στρατηγική συμμαχία της σοσιαλδημοκρατίας με τα ΜΜΕ και την ευρωενωσιακή
γραφειοκρατία. Αυτό, ένας αντίστροφος, δηλαδή, λαϊκισμός, τους
επιτρέπει να μεταβάλουν στάση κατά βούληση εν ονόματι κάποιας
«ανώτερης», υπερ-εθνικής σκοπιμότητας (π.χ., το «ευρωπαϊκό ιδεώδες»),
ενώ ταυτόχρονα τους διευκολύνει να επεκτείνουν την ιδεολογική τους
κυριαρχία μέσω αμφίσημων ιδεολογημάτων, όπως «ο εκσυγχρονισμός», «η
ανάπτυξη», «η αριστεία», κλπ.
Το ερώτημα είναι αν η Αριστερά μπορεί ή πρέπει να συνεργασθεί με αυτή την εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας και, αν ναι, με τι κόστος. Η διαπλοκή και οι δεσμεύσεις των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων σε υπερ-εθνικά διευθυντήρια, που διαχειρίζονται τις ευρωπαϊκές υποθέσεις με βάση το τι συμβαίνει στις διεθνείς αγορές, δεν αφήνει περιθώρια στρατηγικών συγκλίσεων. Στην αντίθετη περίπτωση, ο κινηματικός χαρακτήρας της Αριστεράς και η σταθερή αναφορά της στις δυνάμεις της εργασίας θα χαθούν μέσα στον χυλό μιας καιροσκοπικής πολιτικής, όπως άλλωστε έχει συμβεί σε μια σειρά χώρες. Βεβαίως, είναι άλλο πράγμα οι στρατηγικές συγκλίσεις με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και τελείως διαφορετικό η ενσωμάτωση «μετανοημένων» στελεχών που προέρχονται από το σοσιαλδημοκρατικό χώρο. Εκεί, θα ήταν ασυγχώρητος σεχταρισμός να θέσει κανείς εμπόδια, εν ονομάτι μιας ιδεολογικής «καθαρότητας». Όπως εξηγήθηκε στην αρχή, μας αρέσει – δεν μας αρέσει, θεμελιώδεις ιδεολογικές διαφορές ανάμεσα στη σύγχρονη Αριστερά και την ιστορική σοσιαλδημοκρατία δεν υπάρχουν πια.
*Ο Σπύρος Γεωργάτος είναι καθηγητής του πανεπιστημίου Ιωαννίννων
Δημοσιεύτηκε στην ΕΠΟΧΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου