Η εντεινόμενη οικονομική κρίση και ύφεση μετά το 2009, σε διεθνές, ευρωπαϊκό και ιδιαίτερα Μεσογειακό και ελληνικό επίπεδο με τη σοβαρή μείωση της παραγωγικής δραστηριότητας, την διακοπή χορήγησης δανείων από τις τράπεζες, τη μείωση των επενδύσεων από το κράτος και τις επιχειρήσεις καθώς και τον περιορισμό της ζήτησης από τους καταναλωτές (μείωση μισθών, συντάξεων και αύξηση της φορολογίας), αναδεικνύει με τον πιο σαφή αλλά και ανησυχητικό τρόπο ότι η ευρωπαϊκή, η μεσογειακή και ιδιαίτερα η ελληνική οικονομία βρίσκονται σε ανάλογες συνθήκες οικονομικής ύφεσης (κραχ ανεργίας) μετά από αυτές που ακολούθησαν το κραχ στις χρηματαγορές το 1929. Η επιλογή του μοντέλου της άνισης ανάπτυξης στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της δανειστικής οικονομίας, κυρίως, στα κράτη-μέλη του Νότου, συνέβαλε στην υπερχρέωση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Παράλληλα, οι φοροαπαλλαγές του κράτους προς τις επιχειρήσεις, σε συνδυασμό με την κατάρρευση των μηχανισμών ελέγχου και είσπραξης των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών, συνέβαλε στον υπερβολικό δανεισμό και στην υπερχρέωση των προϋπολογισμών των κρατών-μελών, ιδιαίτερα των χωρών του Νότου. Με άλλα λόγια, ο ευρωπαϊκός Νότος μετεξελίχθηκε διαμέσου του δανεισμού, σε οικονομικό σχηματισμό ζήτησης, δεδομένου ότι για παράδειγμα στην Ελλάδα το 74% του ΑΕΠ το 2008 προερχόταν από τη ζήτηση και την καταναλωτική δαπάνη.
Όμως, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Βορράς οργάνωσε τους όρους και τις προϋποθέσεις της άνισης ανάπτυξης Βορρά-Νότου, μεταφέροντας σημαντικούς πόρους από τη νότια στη βόρεια Ευρώπη, είτε διαμέσου της εξόφλησης των δανείων, είτε διαμέσου της κατανάλωσης προϊόντων και υπηρεσιών που ο Νότος εισάγει από τον Βορρά. Βασικός μοχλός και συγκροτημένος μηχανισμός εγκαθίδρυσης και ενδυνάμωσης του μοντέλου της άνισης ανάπτυξης Βορρά-Νότου, απετέλεσε ο ευρωπαϊκός καταμερισμός εργασίας που τοποθέτησε τον Νότο στον δρόμο της σταδιακής τεχνολογικής, καινοτομικής, οργανωτικής και ποιοτικής απαξίωσης της παραγωγικής υποδομής στους τομείς της μεταποίησης και της γεωργίας, προωθώντας την ανάπτυξη των τομέων του τουρισμού, των κατασκευών και των υπηρεσιών. Χαρακτηριστική περίπτωση αυτής της παραγωγικής απαξίωσης αποτελεί, μεταξύ των χωρών του Νότου, η Ελλάδα η οποία σήμερα (2013) παράγει μόνο το 27% των προϊόντων που καταναλώνει. Ακριβώς, αυτή η ευρωπαϊκή στρατηγική της άνισης ανάπτυξης Βορρά-Νότου οδήγησε, κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια, σταδιακά την Ελλάδα στην δημιουργία
«δίδυμων ελλειμμάτων» στα δημόσια οικονομικά (δημόσιο έλλειμμα και χρέος) και στις εξωτερικές συναλλαγές της χώρας (έλλειμμα εμπορικού ισοζυγίου). Η επιβολή στις χώρες του Νότου των πολιτικών της «εσωτερικής υποτίμησης» και της ελεγχόμενης χρεοκοπίας από τους διεθνείς οργανισμούς (Ε.Ε., ΕΚΤ, ΔΝΤ), ως στρατηγική επιλογή της εγγυημένης αποπληρωμής των δανείων τους και της μετάβασης των οικονομικών σχηματισμών του Νότου από οικονομίες της ζήτησης σε οικονομίες της προσφοράς, εκτός από την κοινωνική καθίζηση (λιτότητα, ανεργία, φτωχοποίηση, κλπ) προκάλεσαν και παραγωγική καθίζηση (μείωση επενδύσεων (64,8% 2008-2013, παραγωγικότητας της εργασίας, αύξησης της ανεργίας κλπ) (καθίζηση προσφοράς), απαξιώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ακόμη και τον κεντρικό στρατηγικό στόχο των εφαρμοσμένων πολιτικών. Κατά συνέπεια, η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε διαδικασία αποεπένδυσης (8,5% του ΑΕΠ, δεδομένου του εξαιρετικά χαμηλού ποσοστού επενδύσεων 13,2% του ΑΕΠ το 2012 και του υψηλού επιπέδου των αποσβέσεων 21% του ΑΕΠ, Π. Θωμόπουλος 2013), με σημαντικές απώλειες του παραγωγικού της δυναμικού που την οδηγούν εγκλωβισμένη σε μια ανατροφοδοτούμενη διαδικασία ύφεσης, με αποτέλεσμα η στόχευση της δημοσιονομικής της προσαρμογής να καθίσταται εξαιρετικά βραδεία, επίπονη και αναποτελεσματική, επειδή ακριβώς μεταλλάσσεται σε οικονομικό και κοινωνικό σχηματισμό πλήρους υποβάθμισης των επενδύσεων, της παραγωγής και της εργασίας. Ταυτόχρονα προκάλεσαν διεύρυνση του χάσματος (ΑΕΠ, ρυθμός ανάπτυξης, χρέος, έλλειμμα, κλπ) καθώς και σημαντική απόκλιση των αποδοχών Βορρά-Νότου. Έτσι, η ασκούμενη πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης στην Ελλάδα που στόχευε στην αύξηση των εξαγωγών και στην ανάκαμψη της οικονομίας, με τον αναποπροσανατολισμό της από την εσωτερική στη διεθνή οικονομία έχει αποτύχει, με αποτέλεσμα να έχει εκκολαφθεί στο εσωτερικό της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης η κρίση αντιμετώπισης της στην χώρα μας, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων.
Η απόφαση ότι «η κρίση των ανισοτήτων αποτελεί λύση της οικονομικής κρίσης και ύφεσης» που λήφθηκε το 2009, καθορίζει τις επιλογές για την ελληνική οικονομία τουλάχιστον για την δεκαετία 2010-2020, συμπαρασύροντας σε χαμηλά επίπεδα την απασχόληση, τους μισθούς καθώς και το επίπεδο των συντάξεων και των κοινωνικών επιδομάτων παράλληλα με αυξήσεις των τιμών των αγαθών και των υπηρεσιών και με συνθήκες αποεπένδυσης και μη πραγματοποίησης ιδιωτικών επενδύσεων (μακροχρόνιος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ, 3,5% ετησίως προϋποθέτει συνολικές επενδύσεις 20% του ΑΕΠ και παραγωγικές επενδύσεις (εκτός κατοικιών) 15% του ΑΕΠ, Π. Θωμόπουλος, 2013), επειδή, μεταξύ των άλλων, η κλαδική διάρθρωση και λειτουργία των επιχειρήσεων στην Ελλάδα είναι άκρως ολιγοπωλιακή. Με αυτά τα δεδομένα της διεύρυνσης και εμβάθυνσης του οικονομικού, δημοσιονομικού και κοινωνικού χάσματος Βορρά-Νότου αλλά και εντός του Νότου, αποδεικνύεται ότι ουσιαστικά η Ε.Ε.-17 (ευρωζώνη) μόνο κατ’ επίφαση μπορεί να υποστηριχθεί ότι είναι ενιαία. Ωστόσο, τα προβλήματα των μεσογειακών οικονομιών δεν εσωτερικεύονται μόνο στον ευρωπαϊκό νότο αλλά παράλληλα εξωτερικεύονται (ύφεση, μείωση εξαγωγών, αύξηση δημοσίου χρέους, ελλείμματος και δανεισμού, μείωση παραγωγικής αύξησης ανεργίας, γήρανση πληθυσμού κλπ) ακόμη και σε βόρειες χώρες του πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η γενίκευση, προφανώς σε διαφορετικό βαθμό των προβλημάτων (οικονομικών, κοινωνικών, δημοσιονομικών, κλπ) στις οικονομίες του Βορρά και του Νότου, αναδεικνύει ουσιαστικά την αναγκαιότητα επίλυσης της θεμελιώδους ευρωπαϊκής αντίφασης που συνίσταται στην επιλογή μεταξύ της ιδέας και της στρατηγικής της «ενωμένης Ευρώπης» με την έννοια της ισότητας άνισων χωρών. Είναι φανερό ότι οι ευρωπαϊκές ελίτ, ιδιαίτερα του Βορρά έχουν μέχρι σήμερα επιλέξει (μοντέλο άνισης ανάπτυξης) την στρατηγική της «ενοποιούσας Ευρώπης» με την έννοια της εμβάθυνσης της ανισότητας άνισων χωρών. Όμως, η οικονομική κρίση και ύφεση, σε συνδυασμό με τα προβλήματα που έχουν προκληθεί από τις εφαρμοζόμενες πολιτικές της εσωτερικής υποτίμησης, ιδιαίτερα στον Νότο, θέτει τις ευρωπαϊκές ελίτ, τις εναλλακτικές πολιτικές δυνάμεις και τα κοινωνικά κινήματα, προ των ευθυνών τους, με την έννοια της επιλογής διατήρησης της ευρωπαϊκής ενότητας στην κατεύθυνση της ισότητας άνισων χωρών ή στην επιλογή της κατεύθυνσης διάσπασης (δύο ευρωπαϊκές ενώσεις Βορρά-Νότου) ή της ολοκληρωτικής διάλυσης της ευρωπαϊκής ένωσης ή της ευρωζώνης με την «θεσμοποιημένη θέσπιση» της ανισότητας άνισων χωρών. Όμως αξίζει να σημειωθεί ότι εάν δεν ανασχεθούν άμεσα αυτές οι τάσεις αποσύνθεσης της Ευρώπης, τότε η Ευρωπαϊκή Ένωση του Βορρά και του Νότου, μειονεκτούσα στην τεχνολογική καινοτομία, την παραγωγικότητα και τους διεθνείς γεωπολιτικούς συσχετισμούς, δεν θα αποφύγει να μετεξελιχθεί σ’ ένα ελκυστικό τουριστικό προορισμό των πολιτών της Ασίας, αφού η Ευρώπη θα υστερεί και δεν θα προηγείται των ασιατικών οικονομιών.
Πράγματι, από την άποψη αυτή είναι χαρακτηριστικό ότι οι προοπτικές της ευρωζώνης όπως αποτυπώνονται σε οικονομετρικές εκτιμήσεις (2013,-0,3% μείωση ΑΕΠ, 2014, αύξηση 0,9% του ΑΕΠ, 2013 και κατά την περίοδο 2010-2060 η παραγωγικότητα της εργασίας θα αυξηθεί κατά 1,4% τον χρόνο, το ΑΕΠ κατά 1,7% τον χρόνο και η απασχόληση κατά -0,1% κατά μέσο όρο τον χρόνο, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2013) είναι αναιμικές με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για το βιοτικό επίπεδο των ευρωπαίων πολιτών. Κατά συνέπεια, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, η στρατηγική επιλογή των πολιτικών της εσωτερικής υποτίμησης για την ανάσχεση της οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης, με την «κρίση ανισοτήτων», περιπλέκει και οξύνει ακόμα περισσότερο την οικονομική και κοινωνική κρίση στο παρόν και αποδυναμώνει τις κινητήριες δυνάμεις της οικονομίας για την αντιμετώπισή της στο μέλλον. Έτσι, απαιτείται, πριν και πάνω απ’ όλα, η άρση των εισοδηματικών και κοινωνικών ανισοτήτων με αναδιανομή του εισοδήματος και δίκαιη φορολογική επιβάρυνση, προκειμένου να αποκατασταθεί η δημοσιονομική ανισορροπία και να αναταχθεί το επίπεδο της ζήτησης, καθώς και αυτό της επενδυτικής-αναπτυξιακής δραστηριότητας της ευρωπαϊκής και ελληνικής οικονομίας.
Στο πλαίσιο αυτό, η κεντρική επιδίωξη της Έκθεσης για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση του έτους 2013, συνίσταται στην αξιολόγηση των ασκούμενων πολιτικών 2012-2013, στις επιπτώσεις τους στην ελληνική οικονομία και κοινωνία, στις συνθήκες μετάλλαξης της εσωτερικής υποτίμησης σε υποβάθμιση της ελληνικής οικονομίας, στις εξελίξεις στους μισθούς, στο κόστος εργασίας, στην παραγωγικό- τητα και στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, στην απασχόληση την ανεργία, στις προϋποθέσεις και τις δυνατότητες μιας τεκμηριωμένης οικονομικά εναλλακτικής οικονομικής και αναπτυξιακής πολιτικής, στις δημοσιονομικές εξελίξεις, στις εργασιακές σχέσεις, στις πολιτικές φροντίδας των παιδιών καθώς και στις εξελίξεις στην κοινωνική ασφάλιση στην Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η κεντρική αυτή επιδίωξη της Έκθεσης για την ελληνική οικονομία και την απα- σχόληση του έτους 2013, σημαίνει την κατανόηση του αδιεξόδου των ασκούμενων πολιτικών της «εσωτερικής υποτίμησης, λιτότητας, ανεργίας, ελεγχόμενης χρεοκοπίας» και τον σχεδιασμό πολιτικών για την αποκατάσταση της τάξης των κοινωνικών αναγκών, ενίσχυσης των μισθών και των δημόσιων και κοινωνικών δαπανών και όχι της τάξης του κέρδους, στο πλαίσιο ενός νέου αναπτυξιακού υποδείγματος και ενός σύγχρονου προγράμματος οικονομικής και κοινωνικής ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας.
Στην κατεύθυνση αυτής της εναλλακτικής στρατηγικής για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης και ύφεσης καθώς και της προοπτικής ανάπτυξης διαμέσου των μισθών, στην Ελλάδα, τα πιο σημαντικά συμπεράσματα της έκθεσης αναφέρονται στα εξής:
1. Τα μακροοικονομικά στοιχεία της ελληνικής οικονομίας συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι η φθίνουσα συσσώρευση κεφαλαίου έχει ισχυρότερα αποτελέσματα από την εσωτερική υποτίμηση, η οποία, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, αποδεικνύεται εξαιρετικά αναποτελεσματική ως προς την επίτευξη των στόχων της. Αυτό θα έχει ως συνέπεια, η προσαρμογή της οικονομίας να είναι εξαιρετικά βραδεία και επίπονη επειδή μεταλλάσσεται σε διαδικασία γενικευμένης υποβάθμισης της οικονομίας και της κοινωνικής ζωής. Η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης στην Ελλάδα, είτε δεν μπορεί να επιτύχει τα αποτελέσματα που υποσχέθηκε, είτε θα χρειαζόταν μια πολύ μακρά περίοδος ύφεσης, κοινωνικής και ανθρωπιστικής κρίσης έως ότου αυτά γίνουν ορατά.
2. Η ελληνική οικονομία έχει καθηλωθεί σε χαμηλό επίπεδο παραγωγής και ανεργίας, στο οποίο εξαντλούνται οι δυναμικές ιδιότητες του παραγωγικού συστήματος, δηλαδή η ικανότητά του να ανακάμψει αυθορμήτως. Με άλλα λόγια, η ελληνική οικονομία φαίνεται ότι δεν μπορεί να αποκολληθεί από το χαμηλό επίπεδο στο οποίο έχει οδηγηθεί επειδή έχει εξαντλήσει όλες τις ενδογενείς δυνάμεις που διαθέτει για να μετατοπιστεί σε υψηλότερο επίπεδο παραγωγής. Αυτό σημαίνει ότι μόνο ένα επενδυτικό σοκ μπορεί να θέσει σε κίνηση ξανά την ελληνική οικονομία.
3. Η συμβολή των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών στο ΑΕΠ κατά την περίοδο 2010-2013 δεν υπερέχει καθόλου της αντίστοιχης συμβολής των ετών 1995-2008. Επομένως ο στόχος της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης να δημιουργηθεί ένα εξωστρεφές μοντέλο ανάπτυξης στην Ελλάδα δεν έχει επιτευχθεί. Κατά συνέπεια, στη διάρκεια της εφαρμογής των μνημονίων όχι μόνο οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών δεν κατέστησαν κινητήριες δυνάμεις της ανάπτυξης αλλά παρουσίασαν και επιδείνωση ως προς την συμβολή τους στη μεγέθυνση του ΑΕΠ.
4. Η συμβολή των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών στη διαμόρφωση του ΑΕΠ κατά την περίοδο 2012-2013 ανήλθε σε περίπου 6,3 εκατοστιαίες μονάδες. Κατά συνέπεια, η θετική συμβολή του εξωτερικού εμπορίου της Ελλάδας στη διαμόρφωση του ΑΕΠ οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στη μείωση των εισαγωγών, η οποία με την σειρά της οφείλεται στην δραστική περιστολή της εσωτερικής ζήτησης – καταναλωτικής και επενδυτικής.
5. Οι μειώσεις των ονομαστικών αποδοχών ανά μισθωτό κατά την τετραετία 2010- 2013 θα ανέλθουν σωρευτικά σε 16,3%. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το Α´ τρίμηνο του 2013 το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών μειώθηκε κατά 6,2% (1,9 δισ. ευρώ), σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2012, δηλαδή από 30,9 δισ. ευρώ σε 29 δισ. ευρώ, καθώς μειώθηκαν κατά 11,1% οι αποδοχές των εργαζομένων και κατά 11,7% οι κοινωνικές παροχές που εισπράττουν τα νοικοκυριά. Σε τρέχουσες τιμές οι αποδοχές εργασίας μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων κατά την περίδοο 2010-2013 μειώθηκαν κατά 41 δισ. ευρώ έναντι του επιπέδου των αποδοχών του 2009. Όμως, το διαθέσιμο εισόδημα, που προέρχεται από αμοιβές εργασίας μισθωτών μειώθηκε, περαιτέρω, εξαιτίας της αυξημένης άμεσης και έμμεσης φορολόγησης της μισθωτής εργασίας, κατά τη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων ετών, δηλαδή από τη μείωση των αποδοχών (2010-2013) των 41 δισ. ευρώ, τα 37 δισ. ευρώ αφορούν τους μισθωτούς και τα 4 δισ. ευρώ αφορούν τους αυτοαπασχολούμενους. Σε συνδυασμό με την αύξηση του δείκτη τιμών καταναλωτή κατά την περίοδο 2010-2013 κατά 7,6%, η σωρευτική μείωση της αγοραστικής δύναμης των αποδοχών ανά μισθωτό προσεγγίζει το 22,1%.
6. Η αγοραστική δύναμη των αποδοχών του συνόλου των μισθωτών μειώθηκε σωρευτικά κατά την περίοδο 2010-2013, κατά 37,2%. Επομένως, ο μέσος μισθωτός, πριν φορολογηθεί το εισόδημά του, έχει απολέσει περίπου το 1/4 της αγοραστικής δύναμης των αποδοχών που είχε το 2009, ενώ οι μισθωτοί ως σύνολο, ως κοινωνική ομάδα, έχουν απολέσει, εξαιτίας και της υψηλής ανεργίας, κατά τι περισσότερο από το 1/3 της αγοραστικής δύναμης των αποδοχών τους. Έτσι το 2014 οι μισθωτοί στο σύνολό τους, δηλαδή ως κοινωνική ομάδα, θα έχουν απωλέσει το περίπου το 50% της αγοραστικής δύναμης που είχαν το 2009. Κατά συνέπεια, η ασκούμενη οικονομική πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης λει τουργεί ως πολιτική υποβάθμισης της μισθωτής εργασίας.
7. Η πτώση της εγχώριας ζήτησης από το 2009 και μετά είναι δραματική και ανήλθε συνολικά σε 31,3%. Το επίπεδο της εγχώριας ζήτησης έχει πλέον επιστρέψει 14 χρόνια πριν, στο επίπεδο του 1999.
8. Η σωρευτική μείωση του ΑΕΠ για τα έξι έτη ύφεσης (2008-2013), συγκρινόμενη με την αντίστοιχη μεταβολή στις 36 πιο προηγμένες χώρες του κόσμου, ανέρχεται σε περίπου 25%. Η πραγματική απόκλιση της ελληνικής οικονομίας από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει ήδη ακυρώσει την πορεία πραγματικής σύγκλισης που είχε πραγματοποιηθεί κατά τα έτη 1995-2007.
9. Κατά την εξαετή περίοδο της ύφεσης (2008-2013), η μείωση του όγκου της παραγωγής κατά 23,5% συνοδεύτηκε από μείωση της απασχόλησης 18,2%. Αυτό αποτελεί ισχυρή ένδειξη ότι η μείωση του όγκου της παραγωγής κατά την συγκεκριμένη περίοδο προκάλεσε αύξηση του αργούντος παραγωγικού δυναμικού η οποία όμως δεν συνοδεύεται από την ανάλογη μείωση της απασχόλησης. Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι στις σύγχρονες τεχνολογικές συνθήκες μια μεγάλη μερίδα των εργαζομένων αποτελεί έναν πυρήνα απασχολουμένων των οποίων η εργασία είναι απαραίτητη για την παραγωγή είτε μεγάλου, είτε μικρού όγκου προϊόντος.
10. Η αύξηση του ποσοστού ανεργίας από το 7,7% στο 27,0% (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2013) μέσα στην πενταετία 2009-2013, δεν οφείλεται μόνο στη μείωση του αριθμού των απασχολουμένων, αλλά και στην σταθεροποίηση του εργατικού δυναμικού, δηλαδή του αριθμού των ατόμων που έχουν ηλικία 15 έως 64 ετών και συμμετέχουν στην αγορά εργασίας (είτε δηλαδή έχουν απασχόληση είτε αναζητούν ενεργητικά εργασία). Κατά την πενταετία 2009-2013, το εργατικό δυναμικό της Ελλάδας αυξήθηκε αθροιστικά κατά 1,2%.
11. Με την είσοδο της ελληνικής οικονομίας στην ύφεση, η παραγωγικότητα υποχώ- ρησε μαζί με τον βαθμό χρησιμοποίησης του παραγωγικού δυναμικού και την συρ- ρίκνωση του αποθέματος παγίου κεφαλαίου, και μειώθηκε σωρευτικά, στην εξαετία 2008-2013, κατά 6,5%. Ως αποτέλεσμα, είναι στο τέλος του 2013 να επανέλθει στο επίπεδο του 2003. Η παραγωγικότητα της εργασίας εξαρτάται βραχυπρόθεσμα από τον βαθμό χρησιμοποίησης του παραγωγικού δυναμικού και μεσοπρόθεσμα από τις καθαρές επενδύσεις παγίου κεφαλαίου. Η ύφεση έχει αρνητικά αποτελέ- σματα, τόσο επί του βαθμού χρησιμοποίησης, όσο και επί των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου, καθώς προκαλεί συστολή της οικονομικής δραστηριότητας και πτώση της κερδοφορίας εξαιτίας της πτώσης των πωλήσεων (και παρά το γεγονός ότι μει- ώθηκαν οι μισθοί). Έτσι, κατά την πενταετία 2009-2013, όταν αυξήθηκε θεαματικά το αργούν παραγωγικό δυναμικό και οι καθαρές επενδύσεις παγίου κεφαλαίου κατέστησαν αρνητικές (υπήρξε δηλαδή αποεπένδυση, με την έννοια ότι μειώθηκε το καθαρό κεφαλαιακό απόθεμα της χώρας), η παραγωγικότητα μειώθηκε. Αυτό είχε επίπτωση στο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος.
12. Κατά την τετραετία 2010-2013, οι μέσες ονομαστικές αποδοχές ανά απασχολούμενο μειώθηκαν κατά 16,3% έναντι του 2009 υπό την πίεση της ανεργίας και των διαρθρωτικών αλλαγών στην αγορά εργασίας, ενώ η παραγωγικότητα της εργασίας μειώθηκε κατά 2,6% εξαιτίας της μείωσης του βαθμού χρησιμοποίησης του παραγωγικού δυναμικού. Ως αποτέλεσμα, το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, που είναι ο λόγος τους, μειώθηκε κατά 13,9%.
13. Η μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας έναντι των 36 κυριοτέρων ανταγωνιστριών χωρών ανέρχεται ήδη σε 19,2% έναντι του 2009. Από την άποψη, επομένως, της μείωσης του μοναδιαίου κόστους εργασίας, η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης έχει «επιτύχει» με την επιλογή της πλήρους απαξίωσης της εργασίας. Εντούτοις, δεν παρουσιάζεται ανάλογη επιτυχία όσον αφορά τις τιμές των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών.
14. Η αποτυχία της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης και η μετάλλαξή της σε μια πολιτική υποβάθμισης της ελληνικής οικονομίας, σχετίζεται και με το γεγονός ότι η θεωρία της εσωτερικής υποτίμησης παραβλέπει τον ρόλο της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, από την οποία εξαρτώνται στη μακροχρόνια διάρκεια οι εξαγωγικές επιδόσεις της χώρας. Τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας είναι διαρθρωτικά, αφορούν κυρίως σε τι είδους προϊόντα παράγονται στην Ελλάδα, τι ποιότητα έχουν, και εάν αυτή η ποιότητα ανταποκρίνεται στις μεταβαλλόμενες απαιτήσεις της διεθνούς ζήτησης. Η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα όμως δεν βελτιώνεται με αποεπένδυση όπως παρατηρείται κατά τα τελευταία έτη στην Ελλάδα. Εξάλλου, το εξωτερικό εμπόριο της Ελλάδας δεν έχει πολύ μεγάλη συμβολή στην διαμόρφωση του ΑΕΠ. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα κατορθώσουν οι καθαρές εξαγωγές να ωθήσουν την ελληνική οικονομία σε αναπτυξιακή πορεία με τα δεδομένα χαρακτηριστικά του παραγωγικού συστήματος.
15. Το σοβαρότερο πρόβλημα της εσωτερικής υποτίμησης στην Ελλάδα είναι ότι η συμβολή όλων των συνιστωσών της εσωτερικής ζήτησης στο ΑΕΠ μειώνεται, η ανεργία αυξάνεται και μειώνει και αυτή με την σειρά της την εσωτερική ζήτηση και ο φαύλος κύκλος της ύφεσης επαναλαμβάνεται. Το μικρό ποσοστό επένδυσης παγίου κεφαλαίου δεν επιτρέπει την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας γιατί οι νέες επενδύσεις είναι αυτές που φέρνουν την τεχνολογική πρόοδο μέσα στην παραγωγική διαδικασία. Η επιβράδυνση του τεχνολογικού εκσυγχρονισμού μειώνει την παραγωγικότητα της εργασίας, άρα και την ανταγωνιστικότητα τιμής, και επιπλέον, περιορίζει τις δυνατότητές της χώρας να βελτιώσει την ποιότητα των προϊόντων και να παραγάγει νέα προϊόντα για τα οποία αυξάνεται η διεθνής ζήτηση. Καθώς όλες οι συνιστώσες της εσωτερικής ζήτησης συμβάλλουν αρνητικά στην μεγέθυνση του ΑΕΠ, η ελληνική οικονομία βρίσκεται εγκλωβισμένη σε μια ανατροφοδοτούμενη διαδικασία ύφεσης που ακυρώνει τα όποια αποτελέσματα της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης.
16. Το ΑΕΠ της ελληνικής οικονομίας υποχώρησε κατά 6,4% το 2012 μετά την μείωση κατά περίπου 14,6% στην τετραετία ύφεσης 2008-2011. Έτσι, η σωρευτική μείωση του ΑΕΠ, σε σταθερές τιμές, κατά την πενταετία 2008-2012 ανήλθε σε 20,1%. Οι εξελίξεις αυτές διέψευσαν για ακόμα μία φορά τις ετήσιες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σύμφωνα με τις οποίες το ΑΕΠ θα είχε μειωθεί, σε σταθερές τιμές, κατά 4,7% το 2012, ενώ μειώθηκε κατά 6,4%. Η σωρευτική απόκλιση των αποτυχημένων προβλέψεων από την πραγματικότητα ανέρχεται πλέον σε περίπου 11 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ.
17. Η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης που έχει μεταλλαχθεί σε πολιτική της υποβάθμισης της ελληνικής οικονομίας επιδεινώνει διαρκώς το επίπεδο ζωής της πλειονότητας των κατοίκων της Ελλάδας. Το ΑΕΠ ανά κάτοικο, σε σταθερές τιμές, θα παρουσιάζει στο τέλος του 2013 σοβαρή κάμψη κατά 23,6% έναντι του 2008. Η αντίστοιχη μείωση το 2012 ανερχόταν σε 18,6% και επομένως η απώλεια κατά το 2013 ανήλθε σε 5 εκατοστιαίες μονάδες. Το μέσο ΑΕΠ ανά κάτοικο σε σταθερές τιμές, δηλαδή ως αγοραστική δύναμη, έχει επανέλθει στο επίπεδο του 2000. Μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους, η οπισθοχώρηση του μέσου βιοτικού επιπέδου σε χρονολογικούς όρους για το 2013 θα ανέλθει σε 2 έτη (από το έτος 2002 στο 2000).
18. Η παραγωγικότητα της εργασίας θα έχει μειωθεί, στο τέλος του τρέχοντος έτους, έναντι του 2008, κατά 5,1% και θα έχει επιστρέψει στο επίπεδο του 2003. Δημιουργείται έτσι στην Ελλάδα μια έντονη τάση για επιστροφή σε χαμηλότερη παραγωγικότητα και σε ένα χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο ώστε να ισοσκελισθούν το εξωτερικό ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών και το πρωτογενές ισοζύγιο του Δημοσίου.
19. Το ΑΕΠ ανά κάτοικο στην Ελλάδα, σε ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης, πλησίασε σημαντικά τον αντίστοιχο μέσο όρο στις 15 πιο προηγμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το 2010-2013, ωστόσο, η ελληνική οικονομία παρουσιάζει απόκλιση 19,7% έναντι του μέσου όρου των 15 πιο ανεπτυγμένων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρόκειται για οπισθοχώρηση του δείκτη πραγματικής σύγκλισης στο επίπεδο του 1964.
20. Η δραματική πτώση του δείκτη πραγματικής σύγκλισης της τριετίας 2010- 2013 οφείλεται σε κάποιο βαθμό στην υποχώρηση της παραγωγικότητας που συνοδεύει την μείωση του βαθμού χρησιμοποίησης του παραγωγικού δυναμικού, η οποία με την σειρά της οφείλεται στην μειωμένη ζήτηση. Η μέση παραγωγικότητα στην Ελλάδα ανερχόταν το 2009 σε 90,0% του μέσου όρου των 15 πιο αναπτυγμένων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ το 2013 ο αντίστοιχος δείκτης είχε μειωθεί στο 83,2%. Επομένως, από την μείωση κατά 19,7 εκατοστιαίες μονάδες του δείκτη πραγματικής σύγκλισης, οι 6,8 εκατοστιαίες μονάδες οφείλονται στην πτώση της παραγωγικότητας και οι 12,9 μονάδες στην μείωση της απασχόλησης ως ποσοστό του πληθυσμού.
21. Η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα ακολουθούσε, ήδη από το 2004, πορεία επιβράδυνσης (η ανάπτυξη των ετών 2004-2007 δεν βασίστηκε στην αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων αλλά στην επέκταση της παραγωγής χαμηλής έντασης κεφαλαίου). Σε αυτήν την επιβράδυνση προστέθηκαν οι επιπτώσεις της κρίσης και κατά την εξαετία 2008-2013 η υποχώρηση της παραγωγικότητας της εργασίας έναντι των 36 πιο προηγμένων χωρών του κόσμου ανήλθε αθροιστικά σε 8,4%.
22. Οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, σε σταθερές τιμές, παρουσίασαν κάμψη ήδη το 2008, η οποία συνεχίστηκε το 2009-2013. Στο τέλος του 2013, οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, σε σταθερές τιμές, θα έχουν επιστρέψει είκοσι χρόνια πριν, στο επίπεδο του 1994 με αποτέλεσμα να παρατηρείται πλέον αποεπένδυση (μείωση του καθαρού κεφαλαιακού αποθέματος). Η κατάρρευση αυτή δεν αφορά μόνον στον δημόσιο, αλλά και στον ιδιωτικό τομέα. Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε διαδικασία αποεπένδυσης: με άλλα λόγια, χάνει το παραγωγικό της δυναμικό.
23. Στην τριετία 2011-2013, το απόθεμα παγίου κεφαλαίου της χώρας μειώνεται για πρώτη φορά από το τέλος του εμφυλίου πολέμου. Η ταχύτητα της μείωσης αυτής ανέρχεται σε 2% ετησίως. Η ιδιωτική κατανάλωση (σε σταθερές τιμές) παρουσίασε μείωση 6,9% στη διάρκεια του 2013 και περίπου 30% στην εξαετία 2008-2013. Το επίπεδο της ιδιωτικής κατανάλωσης σε πραγματικούς όρους θα έχει επιστρέψει, στο τέλος του 2013, στο επίπεδο του 2001. Εξαιτίας της μεγάλης συμμετοχής της ιδιωτικής κατανάλωσης στη διαμόρφωση της ζήτησης και του ΑΕΠ, η μείωσή της υπήρξε ο κυριότερος παράγοντας μείωσης της ζήτησης.
24. Η δημόσια κατανάλωση αυξήθηκε κατά 4,8% το 2009, επιτρέποντας έτσι στην ελληνική οικονομία να μην βυθιστεί σε βαθύτερη ύφεση. Ταυτόχρονα, όμως, η αύξηση αυτή συνέβαλε και στην δραματική διεύρυνση του δημοσίου ελλείμματος. Η διόρθωση του δημοσιονομικού ελλείμματος που ξεκίνησε το 2010 προκάλεσε θεαματική μείωση του όγκου της δημόσιας κατανάλωσης έτσι ώστε στο τέλος του 2013, θα έχει οπισθοχωρήσει στο επίπεδο του 2001.
25. Η εσωτερική ζήτηση συμβάλλει αρνητικά στις μεταβολές του ΑΕΠ ενώ οι καθαρές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών συμβάλλουν θετικά. Ωστόσο, η αρνητική συμβολή της εσωτερικής ζήτησης, υπερβαίνει κατά πολύ την θετική συμβολή των καθαρών εξαγωγών, οδηγώντας έτσι την οικονομία σε βαθιά ύφεση.
26. Ο μηχανισμός καθορισμού των κατώτατων αποδοχών είναι ο μηχανισμός που θα επιτρέψει στην κυβέρνηση να ελέγχει το σύνολο των μισθών ώστε να εναρμονίζονται με τις απαιτήσεις των επιχειρήσεων όσον αφορά την κερδοφορία τους. Εάν καταστεί δυνατή η αποδιάρθρωση του μηχανισμού διαρκούς υποτίμησης της εργασίας, επομένως η κατάργηση της αντεργατικής νομοθεσίας, ο έλεγχος της παράνομης πλευράς της αγοράς εργασίας και η αποκατάσταση του ελάχιστου μισθού στα νόμιμα επίπεδα του (δηλαδή στα 751 ευρώ), θα έχουν γίνει σημαντικά βήματα για αυξήσεις όλων των μισθών οι οποίες θα τείνουν να τους επαναφέρουν σε υψηλότερα επίπεδα. Αυτό δεν θα συμβεί μόνο για μακροοικονομικούς λόγους αλλά και επειδή ολόκληρη η μισθολογική κλίμακα τείνει να αναδομηθεί με βάση τον κατώτατο μισθό.
27. Το “παραγωγικό κενό”, δηλαδή η διαφορά της τρέχουσας παραγωγής από την δυνητική παραγωγή, δηλαδή η απόσταση που μπορεί να διανυθεί ξεκινώντας από το σημείο ύφεσης που βρισκόμαστε τώρα έως ότου εξαντλήσουμε το σημερινό αργούν παραγωγικό δυναμικό χάρη στις αυξήσεις της ζήτησης ανέρχεται σε περίπου 15% του ΑΕΠ (έναντι 25% της συνολικής απώλειας του ΑΕΠ). Το υπόλοιπο 10% του ΑΕΠ και η αντίστοιχη απασχόληση έχουν απωλεσθεί εξαιτίας της αποεπένδυσης.
28. Η αύξηση των πραγματικών μισθών, μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση του ΑΕΠ εάν η άμεση θετική επίπτωσή της στην κατανάλωση και η έμμεση θετική επίπτωσή της στις επενδύσεις παγίου κεφαλαίου (μέσω του επιταχυντή) υπερισχύει των αρνητικών επιπτώσεων στην κερδοφορία, στην ανταγωνιστικότητα τιμής και στα επιτόκια. Στην αντίθετη περίπτωση, η οικονομία βρίσκεται σε καθεστώς μεγέθυνσης δια της κερδοφορίας.
29. Τα αποτελέσματα που προκύπτουν από την εκτίμηση του υποδείγματος διόρθωσης σφάλματος, με βάση τα τετραμηνιαία στοιχεία των ετών 2000-2012, αναδεικνύουν την ύπαρξη μιας σχέσης βραχυπρόθεσμης ισορροπίας μεταξύ της εσωτερικής ζήτησης και της αγοραστικής δύναμης του συνόλου των πραγματικών αποδοχών εργασίας, ενώ αντίθετα είναι δύσκολο να διαπιστωθεί το ίδιο για το ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα (διορθωμένο για την αυτοαπασχόληση) δηλαδή για την κερδοφορία. Οι οικονομετρικές εκτιμήσεις σε μακρές ιστορικές περιόδους δείχνουν ότι το ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα δηλ. η κερδοφορία αναλαμβάνει σημαντικό ρόλο στην μεγέθυνση της εσωτερικής ζήτησης εξαιτίας της επίπτωσης που έχει στις επενδύσεις. Αντίθετα, σε μεσοπρόθεσμη διάρκεια φαίνεται ότι τον καθοριστικό ρόλο αναλαμβάνει η ζήτηση και ιδιαίτερα το επίπεδο των μισθών. Όλες οι τιμές των παραμέτρων που προσδιορίστηκαν δείχνουν ότι η επίπτωση που έχει στην εσωτερική ζήτηση μια μεταβολή του πραγματικού εισοδήματος που προέρχεται από εργασία δεν διαχέεται στην μεσοπρόθεσμη διάρκεια αλλά περιορίζεται στη διάρκεια του έτους. Εντός του έτους δηλαδή οι μεταβολές του μέσου πραγματικού μισθού ή της απασχόλησης επιδρούν αμέσως και εξ ολοκλήρου στην εγχώρια ζήτηση.
30. Η ισχυρή συσχέτιση του συνόλου των αμοιβών εργασίας με την εσωτερική ζήτηση ενισχύουν την άποψη ότι μία μείωση των πραγματικών μισθών, είτε της απασχόλησης έχει έντονα υφεσιακά αποτελέσματα. Εάν κατά την ίδια περίοδο δεν αυξάνονται οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών (όπως συμβαίνει κατά τα τελευταία έτη στην Ελλάδα εξαιτίας της διατήρησης των τιμών των εξαγωγών στα ίδια επίπεδα, δηλαδή εξαιτίας της αύξησης των περιθωρίων κέρδους), οι υφεσιακές επιπτώσεις από τη μείωση των μισθών και την αύξηση της ανεργίας υπερκαλύπτουν τις επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα τιμής (η οποία στην περίπτωση της Ελλάδας είναι οριακή). Με αυτά τα δεδομένα, οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου για τις οποίες ο επιταχυντής έχει ιδιαίτερη σημασία, λογικό είναι να υφίστανται καθίζηση.
31. Τα αποτελέσματα των οικονομετρικών εκτιμήσεων αναδεικνύουν την ύπαρξη μιας σχέσης ισορροπίας μεταξύ των μέσων ονομαστικών αποδοχών εργασίας που προκύπτουν από διαπραγμάτευση, του επιπέδου των τιμών και της παραγωγικότητας, και του ποσοστού ανεργίας. Το στοιχείο της σχέσης που ενδιαφέρει είναι ο συντελεστής 0,291 με τον οποίο η μακροχρόνια σχέση εισέρχεται στην βραχυχρόνια. Ο αριθμός των ετών έως ότου ο μισθός ισορροπήσει σε μια εξωτερική διαταραχή (π.χ. σε μια αύξηση της ανεργίας) ανέρχεται σε 1/0,291=3,4 έτη. Αυτό σημαίνει ότι η μεγάλη άνοδος της ανεργίας που παρατηρείται στην Ελλάδα κατά τα τελευταία έτη θα συνεχίσει να μειώνει τους μισθούς, θεωρώντας όλους τους άλλους παράγοντες σταθερούς, όχι μόνο για το τρέχον έτος αλλά και για τα δύο επόμενα έτη.
32. Η σύγκλιση των πραγματικών μισθών έναντι του μέσου όρου της ΕΕ-15 έχει οπισθοχωρήσει περίπου κατά μία τριακονταετία, σε επίπεδα της δεκαετίας του 1980.
33. Από το 2010 αρχίζει η διαδικασία απόκλισης της παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας έναντι της αντίστοιχης στις 15 πιο προηγμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ο δείκτης έχει υποχωρήσει από το 91% στο 83%.
34. Κατά την τετραετία 2010-2013 διευρύνθηκε θεαματικά το χάσμα της αγοραστικής δύναμης των μισθών έναντι της παραγωγικότητας της εργασίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την μεγάλη μείωση του μεριδίου της εργασίας στο ΑΕΠ και την μεγάλη άνοδο του λόγου κερδών / μισθών.
35. Οι μέσες ετήσιες αποδοχές ανά απασχολούμενο στην Ελλάδα κατά το 2013 ήταν μικρότερες από αυτές της Σλοβενίας και της Κύπρου (όπου επίσης έχει μειωθεί ο πραγματικός μισθός). Ανέρχονταν σε 22.325 ευρώ έναντι περίπου 34.000 στην Ισπανία, 38.000 στην Γερμανία, 49.000 στην Γαλλία και 45.000 στην Ιρλανδία.
36. Ο κατώτατος μηνιαίος μισθός στην Ελλάδα αποκλίνει πλέον σημαντικά και υστερεί ακόμη περισσότερο έναντι των κατώτατων μισθών των πλουσιότερων κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1250 ευρώ), δεδομένου ότι μετά την μείωση κατά 22% τον Φεβρουάριο του 2012 ανέρχεται πλέον μόλις στο 46% του αντίστοιχου κατώτατου μισθού της πρώτης ομάδας χωρών (από 60% με βάση την ΕΓΣΣΕ πριν το μνημόνιο ΙΙ). Ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα σε μονάδες αγοραστικής δύναμης μετά την μείωση του Φεβρουαρίου του 2012, κατρακυλά στην κατάταξη των είκοσι χωρών από την έβδομη στην δέκατη θέση και είναι πλέον με εξαίρεση την Πορτογαλία-χαμηλότερος σε όρους αγοραστικής δύναμης από τον αντίστοιχο μισθό της Ισπανίας, της Μάλτας και της Σλοβενίας, ενώ παράλληλα μειώνεται πλέον σημαντικά και η απόσταση από τους αντίστοιχους μισθούς της Πολωνίας και της Ουγγαρίας.
37. Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου επιβάλλεται μείωση των κατώτατων ονομαστικών μισθών, το εύρος της οποίας προκαλεί πρωτοφανείς απώλειες για τους χαμηλόμισθους εργαζόμενους που ξεπερνούν σε ετήσια βάση τους τρεις μισθούς. Παράλληλα, η αλλαγή (2017) στον τρόπο καθορισμού του κατώτατου μισθού, με την μετάβαση από την ΕΓΣΣΕ στην κυβερ- νητική παρέμβαση, προωθεί την περαιτέρω μείωση του κατώτατου μισθού με ευρύτερες επιπτώσεις στο σύνολο του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, είτε μέσω των επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων εργασίας, είτε μέσω των ατομικών συμβάσεων καθώς και της άμεσης μείωσης του ύψους του επιδόματος ανεργίας (από 461,5 ευρώ σε 360 ευρώ) και των άλλων κοινωνικών επιδομάτων /παροχών που συνδέονται άμεσα με τις κατώτατες αποδοχές.
38. Ο περιορισμός των δημοσιονομικών ελλειμάτων και η δημιουργία δημοσιονομικών πλεονασμάτων δεν έγιναν εφικτά με την αύξηση των δημοσίων εσόδων, με αποτέλεσμα την μεγαλύτερη από το προβλεπόμενο επίπεδο περικοπή των δαπανών. Επίσης δεν αντιμετωπίσθηκαν οι διαρθρωτικές αδυναμίες της δημοσιονομικής πολιτικής (λόγος άμεσων κια έμμεσων φόρων ως προς το ΑΕΠ, φορολογική επιβάρυνση της εργασίας σε σχέση με το κεφάλαιο, κοινωνικές δαπάνες ως προς το ΑΕΠ, κλπ.). Αντίθετα μάλιστα, το 2012, οι μισθωτοί και συνταξιούχοι υποστήριξαν, αποκλειστικά σχεδόν, όλο το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής. Πράγματι, ενώ το μέσο δηλωθέν εισόδημα των μισθωτών και των συνταξιούχων μειώθηκε κατά 18% (2011) σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος (2010) η μέση φορολογική τους επιβάρυνση αυξήθηκε κατά 52%. Από την άλλη πλευρά παρατηρείται ότι το μέσο δηλωθέν εισόδημα των ελεύθερων επαγγελματιών μειώθηκε (2011) κατά 38,5% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος (2010) και η μέση φορολογική τους επιβάρυνση μειώθηκε κατά 17,7%.
39. Το δημόσιο χρέος δεν κατέστη βιώσιμο και διαχειρίσιμο παρά την αναδιάρθρωσή του με τη διαδικασία του PSI, με αποτέλεσμα να κρίνεται επιβεβλημένη μια νέα διαδικασία απομείωσής του με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά από αυτά του PSI γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα αποτελέσει τη χαριστική βολή στα ασφαλιστικά ταμεία, στους φορείς και τους ιδιώτες που κατέχουν τα νέα “κουρεμένα” ομόλογα και θα απαιτηθεί μια νέα ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
40. Η παραμονή της ελληνικής οικονομίας εντός του κοινωνικο-οικονομικού παλισίου των πολιτικών της εσωτερικής υποτίμησης, αποδεικνύεται ότι οδηγεί σε σοβαρή υποβάθμιση του μείγματος του τελικού προϊόντος, σηματοδοτεί την αδυναμία της να ανταποκριθεί παραγωγικά στις απαιτήσεις της διεθνούς ζήτησης και ενισχύονται οι δυνάμεις προσομείωσής της με χώρες παραγωγικά, τεχνολογικά και κοινωνικά υποανάπτυκτες. Παράλληλα, οι ασκούμενες πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης επηρεάζουν αρνητικά το τρέχον αλλά και το μελλοντικό ΑΕΠ, στερώντας τις δυνατότητες της οικονομίας να είναι παραγωγικές και ανταγωνιστικές και στο μέλλον.
41. Ο αριθμός των εργαζομένων, το 2008 και το 2009, ανερχόταν σε 4,8 εκατομμύρια άτομα ενώ το 2013 ήταν μόλις 3,9 εκατομμύρια. Μετά από την συνεχή πτώση οκτώ ετών (2001-2008), το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε δραματικά κατά το 2009- 2013 στο 27,0% σε μέσο επίπεδο.Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το ποσοστό ανεργίας πρόκειται να μειωθεί κατά το 2014 στο 26,0% (σε μέσο ετήσιο επίπεδο) και συμφωνα με τις προβλέψεις του ΟΟΣΑ (Ιούλιος 2013) το ποσοστο της ανεργίας κατα το 2014 θα αυξηθει στο 28,2% (Δ΄ Τρίμηνο) από 26,8% το Μάιο του 2013. Οι εκτιμήσεις του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ είναι πιο απαισιόδοξες, προβλέποντας την ανεργία κατά το 2013 να αυξηθεί από 24,2% το 2012 στο 29%-30% και το 2014 στο 31,5%. Ο λόγος ανέργων / απασχολουμένων υπερβαίνει σήμερα το 1/3. Με άλλα λόγια, σε κάθε τρεις εργαζόμενους αντιστοιχεί περίπου ένας άνεργος.
42. Η σημαντική μείωση της απασχόλησης το 2012 σε σχέση με το 2011 στην ΕΕ-28 κατά 1.038.400 θέσεις εργασίας συνοδεύτηκε με την επίσης σημαντική αύξηση των ανέργων κατά 2.079.600 άνδρες και γυναίκες. Στην Ευρωζώνη αναλογεί το 96% των θέσεων εργασίας που χάθηκαν και το 98% της αύξησης των ανέργων. Από την έναρξη της οικονομικής κρίσης στην ΕΕ-28 έχουν χαθεί 5.509.700 θέσεις εργασίας, ενώ οι άνεργοι έχουν αυξηθεί 8.593.200 άνδρες και γυναίκες με την Ευρωζώνη να συμμετέχει σε ποσοστό πάνω από 70% στις εν λόγω μεταβολές (3.909.00 θέσεις εργασίας και 6.172.500 άνεργοι). Στην Ελλάδα, οι θέσεις εργασίας (930.000) που δημιουργήθηκαν μέσα στα 17 χρόνια 1992-2008, χάθηκαν κατά τη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας.
43. Ο πυρήνας των παρεμβάσεων στις εργασιακές σχέσεις μετά την περίοδο εφαρμογής των πολιτικών της εσωτερικής υποτίμισης στην Ελλάδα, αποσκοπεί στην αποτελεσματική και μεσομακροπρόθεσμη συρρίκνωση των δαπανών (κόστους) εργασίας και εστιάζεται στην απορρύθμιση των όρων διαμόρφωσης των μισθών, του συτήματος των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Στο πλαίσο αυτό, κατά την περίοδο 2009-2013, παρατηρείται, εκτός των σημαντικών μισθολογικών εισοδημάτων και της εκρηκτικής αύξησης της ανεργίας, η συνεχής μείωση του γενικού συνολικού αριθμού των νέων συμβάσεων εργασίας (προσλήψεις), η μείωση του αριθμού των συμβάσεων πλήρους απασχόλησης, η αύξηση του αριθμού των συμβάσεων μερικής απασχόλησης και εκ περιτροπής εργασίας και η υπερδιπλάσια αύξηση των ευέλικτων μορφών εργασίας στην Ελλάδα (από 21% το 2009 σε 45% το 2012, ενώ οι συμβάσεις πλήρους εργασίας από 79% το 2009 σε 45% το 2012) καθώς και η σημαντική μείωση της τυπικής εργασίας και αύξησης της άτυπης εργασίας στα κράτη - μέλη τόσο της νότιας, όσο και της βόρειας Ευρώπης.
44. Κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης και ύφεσης στην Ελλάδα (2009- 2012) η ανασφάλιστη και αδήλωτη εργασία παρουσιάζει σημαντική αύξηση, το ποσοστό της οποίας υπερβαίνει (2012) το 36%. Κατά την ίδια περίοδο πενταπλασιάσθηκε η αύξηση των επιχειρησιακών συμβάσεων εργασίας (από 238 το 2010 σε 976 το 2012) από τις οποίες το 72,6% υπογράφεται με ενώσεις προσώ- πων και μόνο το 17,4% υπογράφεται από επιχειρησιακά σωματεία, με αποτέλεσμα οι επιχειρησιακές συμβάσεις σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, ύφεσης και υψηλής ανεργίας να αποτελούν έναν από τους βασικούς μηχανισμούς επιβολής μισθολογικών μειώσεων.
45. Στην Ελλάδα οι υπηρεσίες συλλογικής φροντίδας και ανατροφής των παιδιών προσχολικής ηλικίας είναι περιορισμένες και υπολείπονται σημαντικά από τους στόχους που τίθενται από κοινού με τα άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ανάπτυξη αυτού του είδους των υπηρεσιών. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία οι υπηρεσίες συλλογικής φροντίδας των παιδιών καλύπτουν μόλις το 10% των παιδιών από 0 έως και 2 έτη και μόλις το 61% των παιδιών τριών ετών και μέχρι την ηλικία της υποχρεωτικής εκπαίδευσης.
46. Η οικονομική κρίση μετά το 2008 συνέβαλε στον σημαντικό περιορισμό της χρήσης των γονικών αδειών γεγονός που υποδηλώνει την επιδείνωση των συνθηκών εργασίας των εργαζόμενων γονέων.
47. Η χρήση αυτών των αδειών (εκτός από την άδεια μητρότητας) είναι πολύ περιορισμένη και καλύπτει πολύ μικρή αναλογία των γονέων που τυπικά έχουν το δικαίωμα για την αξιοποίησή τους. Ο αριθμός των γονέων (κατά κανόνα γυναικών) που αξιοποιούν συνολικά το θεσμό των γονικών αδειών είναι πολύ μικρός συγκριτικά με τον αριθμό των παιδιών που βρίσκονται στην ηλικία που επιτρέπει τη χρήση τους. Εντυπωσιακό είναι επίσης το γεγονός ότι η άδεια παρακολούθησης της σχολικής επίδοσης των παιδιών, παρά την περιορισμένη ετήσια διάρκειά της αξιοποιείται από ασήμαντο αριθμό γονέων (23.057 το 2011 όταν ο αριθμός των παιδιών που βρίσκονται στο δημοτικό και το γυμνάσιο ξεπερνά το ένα εκατομμύριο).
48. Οι αλλαγές που συντελέστηκαν σταδιακά στο σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων στα πλαίσια των πολιτικών της εσωτερικής υποτίμησης (Ν. 3863/10, Ν. 3996/2011, Ν. 4093/2012, κλπ) είχαν ως αφετηρία την διαπίστωση ότι το συνταξιοδοτικό σύστημα, όπως ίσχυε, δεν ήταν βιώσιμο. Ωστόσο, οι παρεμβάσεις αυτές αποδεικνύονται εξαιρετικά επώδυνες καθώς εστιάζονται κυρίως στην μείωση των συντάξεων, στην αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, στην αλλαγή του τρόπου υπολογισμού των κύριων και επικουρικών συντάξεων, και του εφάπαξ, χωρίς ταυτόχρονα να εξασφαλίζουν την μεσομακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της κοινωνικής ασφάλισης. Έτσι η Ελλάδα αποτελώντας εξαίρεση μεταξύ των κρατών-μελών του ΟΟΣΑ, μείωσε, στο πλαίσιο των πολιτικών της εσωτερικής υποτίμησης, τις κοινωνικές δαπάνες (συντάξεις, δαπάνες υγείας και προνοιακές μεταβιβάσεις) από 23,9% του ΑΕΠ (55,2 δισ. ευρώ) το 2009 σε 22% του ΑΕΠ (40,3 δισ. ευρώ) το 2013, δηλαδή μια μείωση της τάξης του 26,99% ανάλογα με τη μείωση του ΑΕΠ κατά την περίοδο 2009-2013.
49. Τις δυσμενείς εξελίξεις κατά τα επόμενα χρόνια στην ευρωζώνη αναφορικά με την παράταση της οικονομικής ύφεσης, την αύξηση της ανεργίας, ως αποτέλεσμα των πολιτικών λιτότητας, την δημογραφική γήρανση κλπ, επικαλείται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, διεθνείς αναλυτές, Υπουργοί οικονομικών κρατών-μελών και κεντρικών τραπεζών προκειμένου να νομιμοποιηθούν ιδεολογικά και πολιτικά κοινωνικο-ασφαλιστικές επιλογές που είχαν και έχουν ως κεντρικό στόχο την μείωση της κρατικής παρέμβασης στην χρηματοδότηση του κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος και την υποκατάστασή της με σημαντική μείωση των κοινωνικών παροχών και με την θεσμοποίηση της ιδιωτικής διαχείρισης των κοινωνικών πόρων και την διεύρυνση της ατομικής ευθύνης στην ασφάλιση κινδύνων (κεφαλαιοποιητικό σύστημα) καθώς και τη συρρίκνωση της κοινωνικής λειτουργίας της δημοκρατίας. Τα κοινωνικά δικαιώματα διαχειρίζονται ως ατομικά δικαιώματα ιδιοκτησίας και οι κοινωνικές ανάγκες διαχειρίζονται σε όρους αγοράς θεωρημένες ως ατομική επιθυμία και όχι ως συλλογή-κοινωνική ανάγκη, που το κράτος εγγυάται, με νέους πόρους την δυναμική ικανοποίησή της.
Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα είναι "κρίση διαρθρωτικής κατάρρευσης"
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://aftercrisisblog.blogspot.com/2013/09/blog-post_9.html