[Ένα κείμενο του Στέφανου Τσουμάκα "τροφή για σκέψη" - Δεν υιοθετούμε το σύνολο της ανάλυσης του κ.Τζουμάκα ωστόσο θεωρούμε ότι οι σκέψεις, η κριτική και οι προτάσεις έχουν ενδιαφέρον]
---------------------------------------
του Στέφανου Τζουμάκα
12
Αυγούστου 2015
Πολιτικές ανακατατάξεις και νέο μνημόνιο μετά τη Συμφωνία
της Συνόδου Κορυφής της 12ης Ιουλίου
Συνειδητά δεν
συμμετείχα στο δημόσιο διάλογο την τελευταία περίοδο καθότι «ενέσκυψε»
ορυμαγδός αποπροσανατολιστικών απόψεων σε σχέση με την ουσία ένθεν και ένθεν,
μέσα σε ένα κατακλυσμό «οπαδισμού», πρωτοφανούς για τον προοδευτικό χώρο. Πλέον
όμως, η «σκόνη έκατσε» και είναι αναγκαίο να πούμε τα πράγματα με το όνομα τους.
Είναι αναγκαίο να προσδιορίσουμε τις αλήθειες, τα ψέματα και τις αυταπάτες για
την παρούσα πολιτική εξέλιξη.
Έχουμε κατ’
επανάληψη τονίσει ότι η κρίση στην Ευρωζώνη θα είναι διαρκής όσο συνεχίζονται
οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές της λιτότητας, της ύφεσης και της ανεργίας και
μέσω της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Και αν μια φορά το νεοφιλελεύθερο μοντέλο
οδήγησε σε ήττα το κενσυανό, ήδη η αποτυχία του νεοφιλελευθερισμού είναι
καταφανής στην Ευρωζώνη, σε σχέση με τις διεθνείς οικονομικές εξελίξεις.
Η κρίση θα
ταλανίζει χώρες και λαούς εφόσον οι ηγεσίες τους συνεχίζουν να επιμένουν στο
συντηρητικό δρόμο των δημοσιονομικών προοπτικών που αποτελεί βέβαια, προνομιακό
πεδίο των απανταχού νεοφιλελεύθερων, της σύγχρονης Δεξιάς πολιτικής.
Η Κυβέρνηση ασφαλώς
και δεν ευθύνεται για την κατάσταση της διάλυσης της χώρας. Την ευθύνη έχουν
όσοι ενέταξαν τη χώρα στο ΔΝΤ και τα μνημόνια, οι οποίοι τώρα αντί να κάνουν
την αυτοκριτική τους και να σιωπούν, συμπράττουν εκ νέου με το Διευθυντήριο της
Ευρωζώνης, στην ολοκλήρωση της πλήρους υποτίμησης της χώρας.
Τα κεντρικά θέματα
για την Κυβέρνηση ήταν δύο: Η πολιτική στρατηγική για τη διαπραγμάτευση και η
διαπραγματευτική της τακτική. Ήταν φυσικό επακόλουθο να αποτύχει. Διότι επέλεξε
ως πολιτική στρατηγική την κρίση χρέους. Ενώ το κυρίαρχο πρόβλημα της χώρας
είναι η διάλυση της παραγωγικής της βάσης και η υποτίμηση που υπέστη στο σύνολο
της η χώρα και ιδιαίτερα στην πραγματική Οικονομία. Αντί να απαιτήσει πόρους
και ένα νέο σχέδιο «Μάρσαλ» για επανεκκίνηση της Οικονομίας, η Κυβέρνηση ενεπλάκη
στη δημοσιονομική στρατηγική του Διευθυντηρίου της Ε.Ε. που έχει ως προτάγματα
το έλλειμμα, το χρέος και το δανεισμό της χώρας, δηλαδή τη στρατηγική της
λιτότητας. Όσον αφορά, δε στη διαπραγματευτική τακτική, η αποτυχία ήταν
προφανής, εκκίνησε με παρωδίες και show, με κλεφτοπόλεμο απέναντι σε υπέρτερες δυνάμεις εκβιασμού, με απειλές
χωρίς αντίκρισμα και το κυριότερο με όχι σαφή θέση ότι ο συμβιβασμός ήταν η
επιδίωξη.
Η θέληση των
προοδευτικών δυνάμεων να οδηγήσουν σε αλλαγές, γνωστό και ως βολονταρισμός,
είναι άλλο πράγμα από τις τυχοδιωκτικές πολιτικές και είναι επίσης, γνωστό ότι
για να αποφεύγουμε τον τυχοδιωκτισμό, βασιζόμαστε σε αρχές και λαμβάνουμε υπόψη
τον συσχετισμό δυνάμεων καθώς και δεν αναγάγουμε στρατηγικούς στόχους σε
τακτικούς και το αντίστροφο. Τρία καθοριστικά στοιχεία στην εξέλιξη του
προοδευτικού κινήματος. Εκ των προτέρων και από το Φεβρουάριο, είχαμε επισημάνει
και τις πρακτικές του τότε Υπουργού Οικονομικών και την ανάγκη να υπάρξει άμεσα
συμφωνία.
Η Κυβέρνηση Α.
Τσίπρα επέλεξε διαπραγματευτικές τακτικές καθόλη
τη διάρκεια της 6μήνης παράτασης της διαπραγμάτευσης, μη λαμβάνοντας σοβαρά
υπόψη της ένα σύμπλεγμα δυνάμεων μέσα και έξω από την Ευρωζώνη, που έχουν κάθε
συμφέρον να αποτύχει μια προοδευτική διακυβέρνηση στη χώρα. Δυνάμεις του
μονόδρομου, δυνάμεις τρίτων χωρών και άλλων νομισμάτων και δυνάμεις εγχώριων,
παρασιτικών οικονομικών και πολιτικών κύκλων.
Η αποτυχία στην
6μηνη διαπραγμάτευση της Κυβέρνησης ήταν φυσικό επακόλουθο της αδιέξοδης στρατηγικής
της, που οδήγησε σε μια ετεροβαρή συμφωνία στο πλαίσιο της Συνόδου Κορυφής της
Ευρωζώνης στις 12 Ιουλίου.
Αυτό που προέχει να
επισημάνουμε για την εν λόγω διαπραγμάτευση είναι η αποτυχία της
διαπραγματευτικής ομάδας της Κυβέρνησης. Οι πρακτικές «αγοράς χρόνου» και
απροσδιοριστίας, οι παλινωδίες και οι καθυστερήσεις με επικοινωνιακά show και «ταξιδιωτικές
δηλώσεις» αποδοχής του 70% έναντι του 30% των μέχρι τώρα ασκούμενων μνημονιακών
πολιτικών, ενίσχυσαν εντέλει περαιτέρω το Διευθυντήριο της Ευρωζώνης που
επεδίωκε τη διατήρηση του νεοφιλελεύθερου «μονόδρομου», τη περαιτέρω καθήλωση
όλων των παραγόντων των ευρωπαϊκών εξελίξεων στη δημοσιονομική στρατηγική, του
ελλείμματος και του χρέους και την υποταγή της Κυβέρνησης σε βάθος 3ετίας,
φέρνοντας εντέλει τη χώρα αλλά και τις προοδευτικές της δυνάμεις σε περαιτέρω
αδυναμία.
Το δημοψήφισμα της
5ης Ιουλίου, ήταν αποτέλεσμα της διακοπής των διαπραγματεύσεων εκ
μέρους του Πρωθυπουργού Α. Τσίπρα, ως απάντηση στην εκβιαστική τακτική των
εκπροσώπων των δανειστών γιατί το πραγματικό όνομα της Ευρωζώνης είναι οι
«εκπρόσωποι των δανειστών». Αν είχε αίσια έκβαση η διαπραγμάτευση, είναι
προφανές ότι δε θα προέβαινε στην προκήρυξη του. Το δημοψήφισμα ήταν το
αποτέλεσμα και της αποτυχίας της Κυβέρνησης στις διαπραγματεύσεις και του ανάλογου αδιεξόδου
καθώς και του εκβιασμού της Κυβέρνησης και της χώρας από το Διευθυντήριο.
Υποστηρίξαμε ως
Σοσιαλιστικό Κόμμα, το ΟΧΙ στο δημοψήφισμα για λόγους αρχής καθότι η Ελλάδα
αλλά και κάθε ευρωπαϊκή χώρα δεν μπορεί να συμμετέχει σε μια ένωση, στα πλαίσια
της οποίας υπόκειται σε εκβιασμούς και τελεσίγραφα. Η διενέργεια δημοψηφίσματος
αποτελεί προφανώς, αναφαίρετο δικαίωμα κάθε Κυβέρνησης και δημοκρατικό δρόμο
για τους πολίτες.
Ασφαλώς όμως, υπάρχουν και οι δυνάμεις των «προθύμων»
και ιδιαίτερα οι δυνάμεις εκείνες που αν και προκάλεσαν οικονομική και κοινωνική
διάλυση στη χώρα, σε σύμπνοια με τις δυνάμεις της διαπλοκής και τους ιδιοκτήτες
των ΜΜΕ, αποτελούν ένα «μαύρο μέτωπο» με επιδιώξεις «παλινόρθωσης», που είναι
δεδομένο ότι επιχείρησαν και μέσω του δημοψηφίσματος αλλά και ότι θα
εξακολουθήσουν να υπονομεύουν κάθε προοδευτική εξέλιξη στη χώρα γιατί έρχεται
σε αντίθεση με τα συμφέροντα της.
Καταφανής ήταν και
η κατάπτωση ευρωπαϊκών ηγεσιών που ενεπλάκησαν υπέρ του ΝΑΙ ή που προσπάθησαν
να αλλοιώσουν το πολιτικό περιεχόμενο του δημοψηφίσματος που αφορούσε την
ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης της χώρας, εντός του Ευρώ. Ορισμένοι
αγωνιστές του αντιμνημονιακού μπλοκ επιχειρούν να κάνουν σημαία το ΟΧΙ,
ερμηνεύοντας το ως πεδίο διαμόρφωσης ενός «οχήματος» με προμετωπίδα την
επιστροφή στο εθνικό νόμισμα. Αδιέξοδα στα οποία οδηγούνται ορισμένοι που
θεωρούν ότι με την υποκατάσταση της Οικονομίας είτε από την κρίση χρέους, είτε
από την αλλαγή του νομίσματος, θα διαμορφωθούν όροι εξόδου από την κρίση. Οι εν
λόγω όροι όμως, αυτοί είναι ανάπηροι.
Από το αρνητικό αυτό
αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης με επαχθείς όρους, προέκυψε ένα κρίσιμο θέμα που
δεν αφορά μόνο σε θέματα ιδεολογίας και πολιτικού σχεδίου αλλά έχει σχέση με
την ίδια τη φυσιογνωμία του κυβερνητικού επιτελείου σχετικά με την πραγματική
κατάσταση και την Οικονομία της χώρας και αφορά σε ορισμένους από το στελεχικό
δυναμικό της Κυβέρνησης που έδειχναν να μην έχουν αίσθηση και γνώση για βασικά
θέματα διαχείρισης κρατικών υποθέσεων.
Εάν ο σκοπός ήταν
πράγματι ο συμβιβασμός δεν θα είχαν χρησιμοποιηθεί αυτά τα μέσα. Αυτό είναι το
πολιτικό μάθημα από αυτή τη διαπραγμάτευση που αφορά στο ότι δεν μπορούν να
χρησιμοποιούνται άλλα πολιτικά μέσα για άλλους πολιτικούς σκοπούς.
Συγκεκριμένα, η
θέση της Κυβέρνησης ήταν εξαιρετικά δυσχερής και προσδιοριζόταν από τα «ούτε,
ούτε», δηλαδή ούτε υποταγή, ούτε ρήξη. Προφανώς τα «ούτε» δεν δείχνουν δυνατή
ηγετική πολιτική με σαφείς στόχους που να κατατείνουν σε ένα θετικό αποτέλεσμα.
Και η θετική έκβαση ορίζεται από την προοδευτική έξοδο από την κρίση της χώρας.
Η Κυβέρνηση δεν
είχε στρατηγική νίκης, ουδέποτε μίλησε για νίκη ούτε προεκλογικά, ούτε
μετεκλογικά. Η στρατηγική της ήταν ένας «συμβιβασμός» με τη διατύπωση ότι θα
είναι αμοιβαία επωφελής, πράγμα αδιανόητο με τον παρόντα συσχετισμό δυνάμεων
στην Ευρωζώνη.
Ως εκ τούτου, διατυπώσεις,
όπως αυτή του Πρωθυπουργού στο Κοινοβούλιο ότι «ηττηθήκαμε» που αποσκοπεί στο να
δημιουργήσει και «συμπάσχοντες και συν-αποδέκτες», δεν βασίζεται στην αλήθεια.
Αυτή η ακατάσχετη φιλολογία περί της ήττας είναι πολιτικά «αφασιακή» και ψευδής.
Το ερώτημα είναι σαφές και άμεσο: ποιος είχε στρατηγική νίκης και πότε τι
διατύπωσε; Ποιο ντοκουμέντο περί στρατηγικής νίκης, υπήρξε; Κανένα. Προς τι
λοιπόν, οι οιμωγές, οι κλαυθμοί και οδυρμοί περί ήττας από την μια μεριά και
πύρρειου νίκης από την άλλη; Ήταν ένας εκβιαστικός ετεροβαρής συμβιβασμός.
Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο.
Όλη η
δικαιολογητική βάση της πολιτικής της Κυβέρνησης στη διαπραγμάτευση ήταν ο «έντιμος
συμβιβασμός». Η διαπραγματευτική ομάδα ωστόσο, ήταν ανερμάτιστη και χωρίς
αρχές, στο ζήτημα της διαπραγμάτευσης για συμβιβασμό, διότι μπορούσε να τον
εξασφαλίσει από τον πρώτο μήνα της διαπραγμάτευσης και με ηπιότερες συνέπειες
από τον ετεροβαρή συμβιβασμό που εντέλει υποχρεώθηκε να δεχτεί τόσο από την
επικυριαρχία του νεοφιλελεύθερου Διευθυντηρίου της Ευρωζώνης αλλά και λόγω των
δικών της πολιτικών ευθυνών που συνέβαλαν σε αυτό το έκτρωμα εκβιασμού που
ονομάστηκε συμφωνία.
Τα άλλα όλα είναι εκ
περισσού γιατί ήταν και είναι γνωστά. Και ακριβώς έναντι εκβιαστών, μια διαπραγματευτική
ομάδα με προοδευτικές αρχές, δεν κάνει κλεφτοπόλεμο και δήθεν ρήξη αντί του
συμβιβασμού, για τον οποίο και είχε εντολή από το εκλογικό σώμα.
Αυτή η αποτυχημένη
διαπραγματευτική τακτική του στυλ «απειλώ για ρήξη ενώ επιδιώκω συμβιβασμό», θα
μνημονεύεται στο μέλλον, ως εκ των πιο πολιτικά άστοχων και επιζήμιων στον
προοδευτικό χώρο.
Ήταν αυτονόητο ότι
θα μετατρεπόταν σε μπούμερανγκ για την Κυβέρνηση και για τη χώρα.
Δεν έγινε κανένα
λάθος. Ανάλογα με τους στόχους, προσδιορίστηκε και το αποτέλεσμα. Άλλες ανάγκες
είχε η χώρα, άλλους στόχους είχε η διαπραγματευτική ομάδα.
Άλλη ήταν η πραγματικότητα
και άλλη όριζαν ορισμένα κυβερνητικά στελέχη ως πραγματικότητα, υιοθετώντας την
περίφημη θέση: «Όταν η πραγματικότητα δεν
συμφωνεί μαζί
μας, τόσο το χειρότερο
για την πραγματικότητα»…
Συγκεκριμένα, η
χώρα είχε τρεις επείγουσες ανάγκες που αφορούσαν στην παροχή ρευστότητας στο
τραπεζικό σύστημα, στην απρόσκοπτη χρηματοδότηση του δημοσίου τομέα, και στην
αποκατάσταση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας καθώς και στην έξοδο στις
αγορές. Αυτά ήταν τα κυρίαρχα. Παράλληλες ήταν οι επιδιώξεις της Κυβέρνησης
-και όχι οι κυρίαρχες για τη χώρα- για τη διεθνοποίηση του «ελληνικού
ζητήματος» και την ιδεολογική αντιπαράθεση με τον νεοφιλελευθερισμό στην Ευρωζώνη,
υπό τον παρόντα δυσμενή συσχετισμό δυνάμεων στην Ε.Ε.
Η ηγετική ομάδα της
Κυβέρνησης υπέθεσε άτοπα, ότι οι εταίροι και δανειστές, θα έδιναν τώρα μια
περίοδο χάριτος προκειμένου το ελληνικό δημόσιο να απαλλαγεί από την αποπληρωμή
των χρεών και ότι με τα εν λόγω κονδύλια θα μπορούσε να εφαρμόσει μια πολιτική δικαιότερης
διανομής και αναδιανομής, μια πάγια επιλογή των προοδευτικών δυνάμεων,
επιτυγχάνοντας έτσι την υλοποίηση μέρους από τις θέσεις του προγράμματος της
Θεσσαλονίκης. Είναι προφανές ότι το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης βασίστηκε τόσο
στην άμεσα υποτιθέμενη περίοδο χάριτος αποπληρωμής του χρέους όσο και στη μη αύξηση
της «πίτας», καθότι η χώρα είναι σε 6ετή ύφεση και σε συνεχή μείωση του εθνικού
της πλούτου, προκειμένου να εκκινήσει αυτή η διαδικασία διανομής καθώς και ότι εντέλει
θα επικρατούσε πολιτικά έναντι των δανειστών.
Είναι προφανής η
ανάγκη για να τεθούν το σύνολο των στοιχείων στα πλαίσια μιας ολοκληρωμένης
συζήτησης για την αντιμετώπιση των ανισοτήτων στη χώρα, που οξύνθηκαν σημαντικά
την τελευταία 6ετία. Προφανές όμως, ήταν και είναι ότι θα χρειαστεί χρόνος και
πολιτικό-οικονομικές προσπάθειες για να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις υλοποίησης
του προγράμματος της Θεσσαλονίκης. Η άγνοια βλάπτει κάθε προοδευτική
προσπάθεια.
Στα πλαίσια αυτά,
αποτελεί πρωτοφανή πολιτική απάτη και το λεγόμενο «πρόγραμμα Γιούνκερ» και όσων
το διακίνησαν και το διακινούν, περί δήθεν πακέτου 35 δις ευρώ που από πολλούς
θεωρήθηκε ως πρόσθετη αναπτυξιακή βοήθεια στη χώρα ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται
για κονδύλια που έχουν εγκριθεί για την περίοδο 2014-2020 και ανέρχονται
πρώτον, στα 19.5 δις ευρώ μέσω των διαρθρωτικών ταμείων και δεύτερον, για συνολικές
ενισχύσεις 15.5 δις ευρώ, που δικαιούται η χώρα στο πλαίσιο της Κοινής
Αγροτικής Πολιτικής της Ε.Ε. Ένα μικρό μέρος από το σύνολο αυτών των ενισχύσεων
θα αποδοθεί στη χώρα για εμπροσθοβαρείς δράσεις για την αντιμετώπιση της
ανθρωπιστικής κρίσης. Όμως, αυτό απέχει πολύ από το να παρουσιάζουν ορισμένοι, τις
ενισχύσεις αυτές που δικαιούται η χώρα, ως δήθεν νέα, αυτοτελή κονδύλια για
επενδύσεις.
Το νεοφιλελεύθερο
Διευθυντήριο της Ε.Ε. πέτυχε να επιβάλλει μια επαχθή συμφωνία στη χώρα και την
αντίστοιχη επιτήρηση μέσω της «τετραμερούς εκπροσώπησης» για την υλοποίηση της με
όρους μνημονίου. Ταυτόχρονα επέβαλε μια νέα «οιονεί» πολιτική κηδεμονία και
επέμβαση στην πολιτική ζωή της χώρας με υποστηρικτικό «προγεφύρωμα» τις
μνημονιακές πολιτικές δυνάμεις που άλλες επέβαλαν και εφάρμοσαν και άλλες
υποστήριξαν νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Χαρακτηριστικό είναι ότι ενόψει των προσεχών
εκλογών, ορισμένοι έχουν αποθρασυνθεί και θέτουν τη συνταγματική άσκηση των
δικαιωμάτων και την εφαρμογή της εκλογικής νομοθεσίας υπό την αίρεση των
θελήσεων του Βερολίνου και των Βρυξελλών. Μιλάμε πλέον, όχι μόνο για μια
νέο-αποικιακή πολιτική χρέους αλλά και για νέα απόπειρα επιβολής νέο-αποικιακών
πρακτικών πολιτικής διακυβέρνησης.
Ήδη έχουν
διαμορφωθεί νέα πολιτικά δεδομένα όσον αφορά τις μελλοντικές πολιτικές
εξελίξεις και την αναδιάταξη των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων. Μετά την
ομαδική καταψήφιση κατά τη διαδικασία κύρωσης της απόφασης της Συνόδου Κορυφής
της Ευρωζώνης από δεκάδες βουλευτών του κυβερνητικού κόμματος, το ρήγμα στο
Σύριζα καταλήγει και στη δημιουργία νέου κόμματος. Το νέο κόμμα ήδη
αυτοπροσδιορίζεται στον αντιμνημονιακό χώρο και στη δημιουργία προϋποθέσεων
εξόδου από το ευρώ και επιστροφής στο εθνικό νόμισμα. Η εξέλιξη αυτή οδηγεί
στην απώλεια της κυβερνητικής αυτοδυναμίας.
Την ηγεσία του
Σύριζα την ευνοεί πολιτικά και εκλογικά, η άμεση προσφυγή στις κάλπες. Η
μνημονιακή αντιπολίτευση, το Βερολίνο, τις Βρυξέλλες και το υπό ίδρυση
αντιμνημονιακό κόμμα επιδιώκουν μετάθεση της διενέργειας εκλογών. Το δε
μνημονιακό μπλοκ μέσα και έξω από τη χώρα διακινεί συστηματικά τη συγκρότηση
¨Κυβέρνησης εμπιστοσύνης» με επικεφαλής τον Α. Τσίπρα, για μια ορισμένη
περίοδο. Η προκλητική δήλωση της Κ. Λαγκάρντ περί του ποιος θα είναι ο
«ιδιοκτήτης» εφαρμογής των συμφωνηθέντων, δεν έχει προηγούμενο.
Μετά το
δημοψήφισμα, η Κυβέρνηση δε βασίζεται πλέον μόνο στη ψήφο της 25ης
Ιανουαρίου αλλά και στη διακομματική επιτροπή που πραγματοποιήθηκε την επομένη
του δημοψηφίσματος ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας, στα 5 σημεία που
τέθηκαν εκεί και αποτελούν τη βάση μιας ετεροβαρούς διαπραγμάτευσης, στη ψήφο
των μνημονιακών πολιτικών δυνάμεων που κατεξοχήν τη θεωρούν «ψήφο πλυντήριο» και
έχουν ως στρατηγική τη ρεβάνς.
Οι δυνάμεις που
ενέταξαν τη χώρα στο ΔΝΤ και στα μνημόνια, αντί να κάνουν την αυτοκριτική τους,
«σηκώνουν το χέρι» και υπερψηφίζουν στη Βουλή. Οι δυνάμεις που ισχυρίζονταν ότι
αν δεν υπήρχαν τα μνημόνια, έπρεπε να τα εφεύρουμε, που οδήγησαν σε κοινωνικά
και οικονομικά ερείπια, οι δυνάμεις που αποτελούν μέρος του προβλήματος της
χώρας και οι πολίτες τους οδήγησαν με τη ψήφο τους στην πολιτική ήττα, επιδιώκουν
να εμφανιστούν εκ νέου ως μέρος της λύσης για τη χώρα.
Είναι και αυτό μια
από τις συνέπειες της αποτυχίας της διαπραγμάτευσης.